Anonymous

ἡμέρα: Difference between revisions

From LSJ
3,648 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ήμερος]].
|mltxt=<b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ήμερος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμέρα:''' Ιων. [[ἡμέρη]], Δωρ. [[ἁμέρα]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ημέρα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· φράσεις που σημαίνουν το [[χάραμα]], το [[ξημέρωμα]]· [[ἅμα]] ἡμέρᾳ ή [[ἅμα]] τῇ ἡμέρᾳ, σε Ξεν.· [[ἡμέρα]] διαλάμπει ή ἐκλάμπει, σε Αριστοφ.· [[ἡμέρα]] ὑποφαίνεται, σε Ξεν.· <i>γίγνεται</i> ή <i>ἐστὶ πρὸς ἡμέραν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί με επίθ. για να περιγράψει περίοδο χρόνου ή της ζωής· [[ἐπίπονος]] [[ἡμέρα]], [[ζωή]] γεμάτη [[αθλιότητα]], σε Σοφ.· <i>λυπρὰν ἄγειν ἡμέραν</i>, σε Ευρ.· <i>αἱ μακραὶ ἡμέραι</i>, η [[διάρκεια]] των ημερών, σε Σοφ.· [[νέα]] [[ἡμέρα]], η [[νεότητα]], τα [[νιάτα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> ποιητ. αντί του χρόνου· [[ἡμέρα]] κλίνει τε [[κἀνάγει]] [[πάλιν]] ἅπαντα [[τἀνθρώπεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ. χρήσεις·<br /><b class="num">1.</b> στη γεν., <i>τριῶν ἡμερέων</i>, μέσα σε [[διάστημα]] τριών ημερών, σε Ηρόδ.· <i>ἡμερῶν ὀλίγων</i>, μέσα σε λίγες ημέρες, σε Θουκ.· επίσης, <i>ἡμέρας</i>, σε καιρό ημέρας, σε Πλάτ.· <i>δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης</i>, [[δύο]] φορές [[κάθε]] [[μέρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στη δοτ., [[τῇδε]] τῇ ἡμέρᾳ, σε αυτή την [[ημέρα]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στην αιτ., <i>πᾶσαν ἡμέραν</i>, όλη την [[ημέρα]], σε Ηρόδ.· <i>τρίτην ἡμέραν ἥκων</i>, [[τρεις]] ημέρες [[μετά]] την [[άφιξη]] κάποιου, σε Θουκ.· [[τὰς]] ἡμέρας, στη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> με πρόθ., <i>ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν</i>, [[κάθε]] [[μέρα]], σε Ηρόδ.· <i>δι' ἡμέρης</i>, σε Αττ. <i>-ρας</i>, κατά τη [[διάρκεια]] ολόκληρης της ημέρας, στον ίδ.· <i>διὰ τρίτης ἡμέρας</i>, [[κάθε]] [[τρίτη]] [[μέρα]], Λατ. [[tertio]] [[quoque]] [[die]], στον ίδ.· <i>δι' ἡμερῶν πολλῶν</i>, στο μεσοδιάστημα πολλών ημερών, σε Θουκ.· <i>ἐξἡμέρας</i>, στο [[διάστημα]] της ημέρας, σε Σοφ.· <i>ἐφ' ἡμέραν</i>, [[επαρκής]] για την [[ημέρα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αλλά]] [[τοὐφ']]ἡμέραν, [[μέρα]] με τη [[μέρα]], από [[μέρα]] σε [[μέρα]], σε Ευρ.· <i>καθ'ἡμέραν</i>, με τη [[μέρα]], στο [[διάστημα]] της ημέρας, σε Αισχύλ.· [[αλλά]] με [[κοινή]] [[σημασία]]· [[μέρα]] με τη [[μέρα]], καθημερινά, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τὸ καθ' ἡμέραν</i>, απόλ., [[κάθε]] [[μέρα]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>μεθ' ἡμέραν</i>, το [[μεσημέρι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}