Anonymous

δακτυλικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δαχτυλικός, -ή, -ό (AM [[δακτυλικός]], -ή, -όν) [[δάκτυλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει [[σχέση]] μ' αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» — αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα)<br /><b>2.</b> (στο [[μέτρο]]) [[στίχος]] που αποτελείται από έξι δακτύλους («δακτυλικό εξάμετρο», «[[δακτυλικός]] [[στίχος]]», «τῶν δακτυλικῶν ῥυθμῶν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δακτυλιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δακτυλικὴ [[ψῆφος]]» — [[πετράδι]] σε [[δαχτυλίδι]]<br />β) «δακτυλικὸν [[ἔμπλαστρον]]» — [[έμπλαστρο]] για τον δακτύλιο του πρωκτού.
|mltxt=και δαχτυλικός, -ή, -ό (AM [[δακτυλικός]], -ή, -όν) [[δάκτυλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει [[σχέση]] μ' αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» — αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα)<br /><b>2.</b> (στο [[μέτρο]]) [[στίχος]] που αποτελείται από έξι δακτύλους («δακτυλικό εξάμετρο», «[[δακτυλικός]] [[στίχος]]», «τῶν δακτυλικῶν ῥυθμῶν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δακτυλιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δακτυλικὴ [[ψῆφος]]» — [[πετράδι]] σε [[δαχτυλίδι]]<br />β) «δακτυλικὸν [[ἔμπλαστρον]]» — [[έμπλαστρο]] για τον δακτύλιο του πρωκτού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δακτῠλικός:''' -ή, -όν ([[δακτύλιος]]), ο τοποθετημένος σε δακτύλιο, αυτός που αποτελείται από δακτύλους (πόδες), σε Ανθ.
}}
}}