Anonymous

λοφάω: Difference between revisions

From LSJ
381 bytes added ,  30 December 2018
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir une huppe, un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]].
|btext=-ῶ :<br />avoir une huppe, un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοφάω:''' μέλ. <i>λοφήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[λοφίο]] ([[λόφος]]), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακώς]] έχω ως προς το [[λοφίο]] (δηλ. έχω [[λοφίο]] μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.
}}
}}