Anonymous

ἄσπονδος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσπονδος]], -ον) [[σπονδή]]<br />αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται [[συνδιαλλαγή]], ο [[αδιάλλακτος]], ο [[σκληρός]] («[[άσπονδος]] [[εχθρός]]», «άσπονδο [[μίσος]]», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη [[εχθρότητα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άσπονδοι φίλοι» — για ανθρώπους που μισούνται [[αναμεταξύ]] τους [[αλλά]] φέρονται με υποκριτική [[φιλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) [[εκείνος]] στον οποίο δεν γίνεται [[σπονδή]], δηλ. ο [[θάνατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] σπονδές, [[χωρίς]] επίσημη [[συμφωνία]] επικυρωμένη με [[σπονδή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[ουδετερότητα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσπονδος]], -ον) [[σπονδή]]<br />αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται [[συνδιαλλαγή]], ο [[αδιάλλακτος]], ο [[σκληρός]] («[[άσπονδος]] [[εχθρός]]», «άσπονδο [[μίσος]]», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη [[εχθρότητα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «άσπονδοι φίλοι» — για ανθρώπους που μισούνται [[αναμεταξύ]] τους [[αλλά]] φέρονται με υποκριτική [[φιλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) [[εκείνος]] στον οποίο δεν γίνεται [[σπονδή]], δηλ. ο [[θάνατος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] σπονδές, [[χωρίς]] επίσημη [[συμφωνία]] επικυρωμένη με [[σπονδή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[ουδετερότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσπονδος:''' -ον ([[σπονδή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν προσφέρει σπονδές, λέγεται για κάποιο θεό, στον οποίο δεν χύνονται χοές, [[ἄσπονδος]] [[θεός]], δηλ. [[θάνατος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που δεν κάνει κανονική [[ανακωχή]] (που επικυρώνεται με <i>σπονδαί</i>), σε Θουκ.· <i>ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι</i>, πήραν τους νεκρούς τους [[χωρίς]] σπονδές, στον ίδ.· <i>τὸ ἄσπονδον</i>, [[διατήρηση]] μιας συμφωνίας ή συνθήκης με άλλους, [[ουδετερότητα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν δέχεται καμία [[ανακωχή]], [[αδιάλλακτος]], [[θανάσιμος]], Λατ. [[internecinus]], λέγεται για τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Δημ.
}}
}}