Anonymous

τρέπω: Difference between revisions

From LSJ
5,034 bytes added ,  30 December 2018
6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράπω]] Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να στραφεί, να αλλάξει [[κατεύθυνση]] ή [[στάση]] (α. «οι κακές παρέες τον έτρεψαν στο [[κακό]]» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... [[ἦτορ]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν [[εἶναι]] τρέπεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]] (α. «το <i>ε</i> του θέματος τρέπεται σε <i>ο</i>» β. «ἐπὶ τὸ βέλτιον τρέπειν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τρέπεται [[χρώς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>τρέπομαι</i><br />α) κατευθύνομαι<br />β) [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], αφοσιώνομαι, επιδίδομαι σε [[κάτι]] («τρέπεσθαι πρὸς τὸν πότον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέπω]] σε [[φυγή]]», «[[τρέπω]] εἰς φυγήν» — [[αναγκάζω]] κάποιον να υποχωρήσει τρέχοντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου («ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — ας πέσει στο [[κεφάλι]] μου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποτρέπω]], [[απομακρύνω]], [[εμποδίζω]] («τρέψας ἀπὸ τείχεος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να φύγει τρέχοντας («ἔτρεψε [[φάλαγγας]]», Τυρτ.)<br /><b>4.</b> [[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[χρησιμοποιώ]] («τὰ μὲν ἄνω αὐτῆς [τῆς βίβλου]... εἰς [[ἄλλο]] τι τρέπουσι, τὸ δὲ [[κάτω]] τρώγουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) (για [[τόπο]]) [[είμαι]] στραμμένος [[προς]] κάποια [[κατεύθυνση]], [[βλέπω]] [[προς]] κάποιο [[μέρος]] («ἀντ' ἠελίου τετραμμένος», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πάλιν]] [[τρέπω]]» — [[γυρίζω]] κάποιον [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[τρέπω]] ανάγεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>trep</i> και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>trapate</i> «[[νιώθω]] [[ντροπή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἐντρέπομαι</i>). Ο τ. όμως <i>toroqo</i> «στριφτό [[κρόσσι]]», που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, οδήγησε πολλούς να υποθέσουν ότι το ρ. ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>trek</i><sup>w- </sup>με χειλουπερωικό φθόγγο (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>torqueo</i> «[[στρέφω]]»), αν και ο μυκην. τ. θα μπορούσε [[κάλλιστα]] να συνδεθεί με το ρ. [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>kusutoroqa</i> - [[συστροφή]], <b>βλ. λ.</b> [[στρέφω]]). Στην απαθή [[βαθμίδα]] του θ. <i>τρεπ</i>- ανάγονται το ουσ. [[τρέψις]] και το ρηματ. επίθ. [[τρεπτός]], στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- τα ουσ. [[τρόπος]], [[τροπή]], [[τροπίας]], [[τρόπις]], [[επίσης]] το ρ. <i>τροπῶ</i>, ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τραπ</i>- ανάγονται ο δωρ. τ. του ρ. [[τράπω]] και τα σύνθ. σε -<i>τράπ</i>-<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>τράπελος</i>)].
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράπω]] Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να στραφεί, να αλλάξει [[κατεύθυνση]] ή [[στάση]] (α. «οι κακές παρέες τον έτρεψαν στο [[κακό]]» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... [[ἦτορ]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν [[εἶναι]] τρέπεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]] (α. «το <i>ε</i> του θέματος τρέπεται σε <i>ο</i>» β. «ἐπὶ τὸ βέλτιον τρέπειν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τρέπεται [[χρώς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>τρέπομαι</i><br />α) κατευθύνομαι<br />β) [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου σε [[κάτι]], αφοσιώνομαι, επιδίδομαι σε [[κάτι]] («τρέπεσθαι πρὸς τὸν πότον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέπω]] σε [[φυγή]]», «[[τρέπω]] εἰς φυγήν» — [[αναγκάζω]] κάποιον να υποχωρήσει τρέχοντας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου («ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — ας πέσει στο [[κεφάλι]] μου, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποτρέπω]], [[απομακρύνω]], [[εμποδίζω]] («τρέψας ἀπὸ τείχεος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να φύγει τρέχοντας («ἔτρεψε [[φάλαγγας]]», Τυρτ.)<br /><b>4.</b> [[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>5.</b> [[μεταχειρίζομαι]], [[χρησιμοποιώ]] («τὰ μὲν ἄνω αὐτῆς [τῆς βίβλου]... εἰς [[ἄλλο]] τι τρέπουσι, τὸ δὲ [[κάτω]] τρώγουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) (για [[τόπο]]) [[είμαι]] στραμμένος [[προς]] κάποια [[κατεύθυνση]], [[βλέπω]] [[προς]] κάποιο [[μέρος]] («ἀντ' ἠελίου τετραμμένος», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[πάλιν]] [[τρέπω]]» — [[γυρίζω]] κάποιον [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[τρέπω]] ανάγεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>trep</i> και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>trapate</i> «[[νιώθω]] [[ντροπή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἐντρέπομαι</i>). Ο τ. όμως <i>toroqo</i> «στριφτό [[κρόσσι]]», που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, οδήγησε πολλούς να υποθέσουν ότι το ρ. ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>trek</i><sup>w- </sup>με χειλουπερωικό φθόγγο (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>torqueo</i> «[[στρέφω]]»), αν και ο μυκην. τ. θα μπορούσε [[κάλλιστα]] να συνδεθεί με το ρ. [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>kusutoroqa</i> - [[συστροφή]], <b>βλ. λ.</b> [[στρέφω]]). Στην απαθή [[βαθμίδα]] του θ. <i>τρεπ</i>- ανάγονται το ουσ. [[τρέψις]] και το ρηματ. επίθ. [[τρεπτός]], στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τροπ</i>- τα ουσ. [[τρόπος]], [[τροπή]], [[τροπίας]], [[τρόπις]], [[επίσης]] το ρ. <i>τροπῶ</i>, ενώ στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τραπ</i>- ανάγονται ο δωρ. τ. του ρ. [[τράπω]] και τα σύνθ. σε -<i>τράπ</i>-<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>τράπελος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρέπω:''' μέλ. <i>τρέψω</i>, αόρ. <i>ἔτρεψα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτρᾰπον</i>, παρακ. [[τέτροφα]], μεταγεν. <i>τέτρᾰφα</i> — Παθ., μέλ. <i>τρᾰπήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτρέφθην</i>, Ιων. απαρ. [[τραφθῆναι]]· αόρ. βʹ [[ἐτράπην]] [ᾰ], Επικ. υποτ. [[τραπείομεν]] αντί <i>τραπῶμεν</i>· παρακ. [[τέτραμμαι]], γʹ πληθ. [[τετράφαται]]· γʹ ενικ. προστ. [[τετράφθω]]· γʹ ενικ. υπερσ. [[τέτραπτο]], γʹ πληθ. [[τετράφατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρέφω]] ή [[κατευθύνω]] προς [[κάτι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[κυρίως]] ακολουθ. από πρόθ.· [[τρέπω]] τινὰ εἰς εὐνήν, τον [[βάζω]] να κοιμηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· [[τρέπω]] πόλεις εἰς ὕβριν, σε Θουκ.· [[τρέπω]] κεφαλὴν πρὸς ἠέλιον, σε Ομήρ. Οδ.·<br /><b class="num">2.</b> Παθ., [[στρέφω]] τα βήματά μου, στρέφομαι προς κάποια [[διεύθυνση]], [[τραφθῆναι]] ἀν' Ἑλλάδα, περιφέρομαι πάνω [[κάτω]] στην [[Ελλάδα]], σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., <i>τρέπεσθαι ὁδόν</i>, [[ακολουθώ]] κάποια [[κατεύθυνση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ. επίσης, τρέπομαι σε [[κάτι]], <i>ἐς ἀοιδήν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπὶ ἔργα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐφ' ἁρπαγήν</i>, σε Θουκ.· <i>πρὸς λῃστείαν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ. και Μέσ., λέγεται για τόπους, είμαι στραμμένος προς ή [[κοιτάζω]] προς κάποια συγκεκριμένη [[διεύθυνση]], <i>πρὸς ζόφον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>πρὸς ἄρκτον</i>, <i>πρὸς νότον</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[στρέφω]], δηλ. κάνω [[μεταβολή]], [[μεταστρέφω]], <i>τρέπειν ἵππους</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ καλὰ [[τρέπω]] [[ἔξω]], [[στρέφω]] την καλύτερη [[πλευρά]] προς τα έξω, σε Πίνδ. — Παθ., <i>αἰχμὴ τράπετο</i>, [[άκρη]] κάμφθηκε προς τα [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το [[ηλιοστάσιο]], [[ἐπειδὰν]] ἐνχειμῶνι τράπηται [[ἥλιος]] (βλ. [[τροπή]] I), σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρέπω]] τὴν αἰτίαν, <i>τὴν ὀργὴν εἴς τινα</i>, [[στρέφω]] την [[κατηγορία]], τον θυμό [[εναντίον]] κάποιου άλλου, σε Ισαίο, Δημ. — Παθ., λέγεται για κατάρες, ἐς κεφαλὴν τρέποιτο [[ἐμοί]], ας πέσει στο [[κεφάλι]] μου!, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[τρέπω]] σε [[άλλη]] [[διεύθυνση]], [[αλλάζω]], <i>νόον</i>, <i>φρένας</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς [[γέλων]] [[τρέπω]] τὸ [[πρᾶγμα]], σε Αριστοφ. — Παθ., μεταβάλλομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., <i>τρεπόμενος τροπάς</i>, που υφίσταται αλλαγές, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]], [[νικώ]], [[κατατροπώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τρέπωφύγαδε</i>, Λατ. converetere in fugam, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τρέπω]] ἐς φυγήν, σε Ευρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ., [[απομακρύνω]] κάποιον εχθρό από εμένα, σε Ξεν. — Παθ., τρέπομαι σε [[φυγή]], [[ηττώμαι]], σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., ἐς φυγὴν [[τραπέσθαι]], σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης αμτβ. στον Ενεργ. τύπο, <i>φύγαδ' ἔτραπε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποτρέπω]], [[εμποδίζω]], [[κωλύω]], [[τρέπω]] τινὰ ἀπὸ τείχεος, στο ίδ.· [[βέλος]] ἔτραπεν [[ἄλλῃ]], στο ίδ.<br /><b class="num">V.</b> όπως το [[ἀνατρέπω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">VI.</b> [[μετατρέπω]], [[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]], [[τρέπω]] τι ἐς [[ἄλλο]] τι, σε Ηρόδ.· [[ποῦ]] τέτροφας [[τὰς]] [[ἐμβάδας]]; τί έκανες τα παπούτσια [[σου]]; σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ποῖτρέπεται τὰ χρήματα; στον ίδ</i>.
}}
}}