Anonymous

παραλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [[παράλογος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] ή λέω [[κάτι]] ανόητο, [[κάτι]] που αντιβαίνει στη [[φρόνηση]], στη [[λογική]], [[χάνω]] το [[μέτρο]] της λογικής, [[ανοηταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπολογίζω]] εσφαλμένα, [[λογαριάζω]] λαθεμένα<br /><b>2.</b> [[κάνω]] απατηλούς, δόλιους υπολογισμούς («παρελογίσω τὸν μισθόν μου [[δέκα]] ἀμνάσιν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (σε [[συζήτηση]]) [[χρησιμοποιώ]] παραλογισμούς, ψευδείς συλλογισμούς<br /><b>4.</b> [[εξάγω]] εσφαλμένο [[συμπέρασμα]]<br /><b>5.</b> [[εξαπατώ]]<br /><b>6.</b> [[παραπλανώ]] κάποιον με ψευδή συμπεράσματα, με σοφίσματα<br /><b>7.</b> [[αποκρύπτω]] («τῆς ἐσθῆτος [[ὄψις]] παραλογιζομένη τὴν ἐπιδημίαν ἡμῶν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [[παράλογος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] ή λέω [[κάτι]] ανόητο, [[κάτι]] που αντιβαίνει στη [[φρόνηση]], στη [[λογική]], [[χάνω]] το [[μέτρο]] της λογικής, [[ανοηταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπολογίζω]] εσφαλμένα, [[λογαριάζω]] λαθεμένα<br /><b>2.</b> [[κάνω]] απατηλούς, δόλιους υπολογισμούς («παρελογίσω τὸν μισθόν μου [[δέκα]] ἀμνάσιν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (σε [[συζήτηση]]) [[χρησιμοποιώ]] παραλογισμούς, ψευδείς συλλογισμούς<br /><b>4.</b> [[εξάγω]] εσφαλμένο [[συμπέρασμα]]<br /><b>5.</b> [[εξαπατώ]]<br /><b>6.</b> [[παραπλανώ]] κάποιον με ψευδή συμπεράσματα, με σοφίσματα<br /><b>7.</b> [[αποκρύπτω]] («τῆς ἐσθῆτος [[ὄψις]] παραλογιζομένη τὴν ἐπιδημίαν ἡμῶν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραλογίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται στην [[τήρηση]] λογαριασμών, [[υπολογίζω]] [[λάθος]], [[λογαριάζω]] εσφαλμένα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[παροδηγώ]], [[εξαπατώ]], με διπλ. αιτ., σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> παραπλανώμαι από [[λάθος]] συλλογισμούς, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι παρασυρμένος, σε Αριστ.
}}
}}