Anonymous

τολμητός: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, θηλ. και [[τολμητός]], Α [[τολμῶ]]<br />[[τολμηρός]].
|mltxt=-ή, -όν, θηλ. και [[τολμητός]], Α [[τολμῶ]]<br />[[τολμηρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τολμητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον τολμήσει· <i>ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά</i>, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· <i>ἐλπὶς τολμητή</i>, σε Ευρ.
}}
}}