Anonymous

ὠκυδήκτωρ: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που δαγκώνει με [[οξύτητα]] ή με [[δύναμη]] («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δήκτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»)].
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που δαγκώνει με [[οξύτητα]] ή με [[δύναμη]] («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δήκτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδήκτωρ:''' -ορος, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με [[οξύτητα]], σε Ανθ.
}}
}}