Anonymous

ἐπιλείπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλείπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[υστερώ]], [[υπολείπομαι]] («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] άθικτο («ὡς [[οὔτε]] τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν [[οὔτε]] τῶν [[φίλων]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> δεν [[επαρκώ]], [[λείπω]] («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> εξαντλούμαι, [[στερεύω]], ξεραίνομαι<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] («τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] [[πίσω]].
|mltxt=[[ἐπιλείπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[υστερώ]], [[υπολείπομαι]] («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] άθικτο («ὡς [[οὔτε]] τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν [[οὔτε]] τῶν [[φίλων]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> δεν [[επαρκώ]], [[λείπω]] («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι», Αριοτοφ.)<br /><b>5.</b> εξαντλούμαι, [[στερεύω]], ξεραίνομαι<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] («τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[μένω]] [[πίσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] άθικτο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[στερεύω]], δεν [[επαρκώ]], Λατ. deficere, με αιτ. προσ., [[ὕδωρ]] μιν ἐπέλιπε, του στέρεψε το [[νερό]], σε Ηρόδ.· ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ [[ἡμέρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στον Ηρόδ., [[συχνά]] λέγεται για ποταμούς, ξηραίνομαι, ἐπ. τὸ [[ῥέεθρον]], αφήνουν το [[ρεύμα]] τους, την [[κοίτη]] τους κενή, σε Ηρόδ.· και επίσης [[χωρίς]] το [[ῥέεθρον]], [[στερεύω]], ξηραίνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, δεν [[επαρκώ]], στερούμαι, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}