Anonymous

ἄποικος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἄποικος]])<br />ο [[κάτοικος]] αποικίας, αυτός που έλαβε [[μέρος]] σε αποικισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του<br /><b>2.</b> «[[ἄποικος]] [[πόλις]]» — η [[αποικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οίκος]] «[[σπίτι]], [[πατρίδα]]»].
|mltxt=ο (Α [[ἄποικος]])<br />ο [[κάτοικος]] αποικίας, αυτός που έλαβε [[μέρος]] σε αποικισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του<br /><b>2.</b> «[[ἄποικος]] [[πόλις]]» — η [[αποικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οίκος]] «[[σπίτι]], [[πατρίδα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄποικος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από το [[σπίτι]], την [[πατρίδα]] του· <i>ἄποικον πέμπειν τινὰ γῆς</i>, [[στέλνω]] κάποιον [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μεταναστεύει από τη [[χώρα]] του για να συμβάλει στη [[δημιουργία]] αποικίας, ο [[άποικος]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἄποικος]] (ενν. [[πόλις]]), <i>ἡ</i>, η [[αποικία]], σε Ξεν.
}}
}}