Anonymous

ἀπονέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπονέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφορτώνω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[απορρίπτω]] [[βάρος]] από [[πάνω]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «[[συσσωρεύω]], [[φορτώνω]]»].
|mltxt=[[ἀπονέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξεφορτώνω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[απορρίπτω]] [[βάρος]] από [[πάνω]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III), ενεστ. μόνο σε σύνθετο με σημ. «[[συσσωρεύω]], [[φορτώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονέω:''' μέλ. <i>-νήσω</i>, [[ξεφορτώνω]] — Μέσ., [[ρίχνω]] ένα [[βάρος]] από πάνω μου, <i>στέρνων ἀπονησαμένη</i>, σε Ευρ.
}}
}}