3,274,313
edits
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πλωτός]], -όν, ΝΜΑ [[πλώω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει, που επιπλέει στην [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον διαπλεύσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πλωτή]] [[δεξαμενή]]»<br /><b>(ναυπ.)</b> [[τύπος]] δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίες<br />β) «[[πλωτή]] [[γέφυρα]]» — [[γέφυρα]] που κατασκευάζεται σε ποταμούς, [[ιδίως]] σε περίοδο πολέμου, και που αποτελείται από κοίλα στεγανά σώματα τοποθετημένα το ένα [[δίπλα]] στο [[άλλο]], [[πάνω]] στα οποία στηρίζεται το [[οδόστρωμα]]<br />γ) «πλωτό [[νοσοκομείο]]» — [[πλοίο]], [[ιδίως]] πολεμικό, με ειδικά διασκευασμένους χώρους και εξοπλισμένο με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και τα αναγκαία μηχανήματα και όργανα για την [[παροχή]] νοσοκομειακής περίθαλψης<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ψάρι]]) αυτός που κολυμπά στην [[επιφάνεια]] του νερού (ἰχθύων πλωτὸν [[γένος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) «τὰ πλωτά»<br />i) τα ψάρια που μεταναστεύουν<br />ii) τα παρυδάτια πτηνά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πλωτὰ ζῶα» — τα ζώα που κολυμπούν<br />β) «πλωτὰ ἄγραι» — η [[αλιεία]]<br />γ) «πλωτὸς [[καιρός]]» — [[εποχή]] κατάλληλη για πλου. | |mltxt=-ή, -ό / [[πλωτός]], -όν, ΝΜΑ [[πλώω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει, που επιπλέει στην [[επιφάνεια]] του νερού<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον διαπλεύσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πλωτή]] [[δεξαμενή]]»<br /><b>(ναυπ.)</b> [[τύπος]] δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίες<br />β) «[[πλωτή]] [[γέφυρα]]» — [[γέφυρα]] που κατασκευάζεται σε ποταμούς, [[ιδίως]] σε περίοδο πολέμου, και που αποτελείται από κοίλα στεγανά σώματα τοποθετημένα το ένα [[δίπλα]] στο [[άλλο]], [[πάνω]] στα οποία στηρίζεται το [[οδόστρωμα]]<br />γ) «πλωτό [[νοσοκομείο]]» — [[πλοίο]], [[ιδίως]] πολεμικό, με ειδικά διασκευασμένους χώρους και εξοπλισμένο με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και τα αναγκαία μηχανήματα και όργανα για την [[παροχή]] νοσοκομειακής περίθαλψης<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ψάρι]]) αυτός που κολυμπά στην [[επιφάνεια]] του νερού (ἰχθύων πλωτὸν [[γένος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) «τὰ πλωτά»<br />i) τα ψάρια που μεταναστεύουν<br />ii) τα παρυδάτια πτηνά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πλωτὰ ζῶα» — τα ζώα που κολυμπούν<br />β) «πλωτὰ ἄγραι» — η [[αλιεία]]<br />γ) «πλωτὸς [[καιρός]]» — [[εποχή]] κατάλληλη για πλου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλωτός:''' -ή, -όν ([[πλώω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πλωτός]], αυτός που επιπλέει, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>πλωτοί</i>, οι κολυμβητές, δηλ. τα ψάρια, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πλωτός]], [[πλόιμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τις εποχές, [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |