Anonymous

φιλόνεικος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 19: Line 19:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόνεικος]], -ον, ΝΜΑ<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[φιλόνικος]].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόνεικος]], -ον, ΝΜΑ<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[φιλόνικος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόνεικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τις έριδες, [[πρόθυμος]] για έριδες, [[εριστικός]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλόνεικον</i>, = [[φιλονεικία]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κως]], με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}