Anonymous

ἥκιστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />très faible, très petit ; incapable de, inf..<br />'''Étymologie:''' formé d’après le pl. neutre adv. [[ἥκιστα]].
|btext=η, ον :<br />très faible, très petit ; incapable de, inf..<br />'''Étymologie:''' formé d’après le pl. neutre adv. [[ἥκιστα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἥκιστος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">1.</b> υπερθ. του συγκρ. [[ἥσσων]], ο εν [[χρήσει]] [[θετικός]] [[βαθμός]] είναι το [[μικρός]], [[ελάχιστος]]· ως επίρρ., [[ἥκιστα]], ελάχιστα, σε Σοφ. κ.λπ.· οὐχ [[ἥκιστα]], ἀλλὰ [[μάλιστα]], σε Ηρόδ.· ὡς [[ἥκιστα]], όσο το δυνατόν λιγότερο, ελάχιστα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] ως [[απόκριση]] σε [[ερώτηση]], [[καθόλου]], [[ουδόλως]], Λατ. [[minime]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἥκιστά γε</i>, [[minime]] [[vero]], στον ίδ.
}}
}}