Anonymous

ἀπορία: Difference between revisions

From LSJ
1,464 bytes added ,  30 December 2018
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀπορία]], Α κ. ἀπορίη) [[άπορος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] διεξόδου, [[αμηχανία]], αδιέξοδο<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] πόρων, [[πενία]]<br /><b>3.</b> δύσκολη [[θέση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έκπληξη]], [[ξάφνιασμα]]<br /><b>2.</b> [[δυστυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[δυσκολία]] διάβασης<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[δυσκολία]] επικοινωνίας ή προσπέλασης<br /><b>3.</b> (για [[αρρώστια]]) [[στενοχώρια]], [[ανησυχία]]<br /><b>4.</b> (στη [[διαλεκτική]]) [[θέμα]] [[προς]] [[συζήτηση]], [[δυσκολία]], [[πρόβλημα]].
|mltxt=η (AM [[ἀπορία]], Α κ. ἀπορίη) [[άπορος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] διεξόδου, [[αμηχανία]], αδιέξοδο<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] πόρων, [[πενία]]<br /><b>3.</b> δύσκολη [[θέση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έκπληξη]], [[ξάφνιασμα]]<br /><b>2.</b> [[δυστυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[δυσκολία]] διάβασης<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[δυσκολία]] επικοινωνίας ή προσπέλασης<br /><b>3.</b> (για [[αρρώστια]]) [[στενοχώρια]], [[ανησυχία]]<br /><b>4.</b> (στη [[διαλεκτική]]) [[θέμα]] [[προς]] [[συζήτηση]], [[δυσκολία]], [[πρόβλημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ (ἄ-πορος)·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τόπους, [[δυσκολία]] προσπελάσεως ή διαβάσεως, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυσχέρεια]], δυσκολίες, [[αμηχανία]] ή [[έλλειψη]] πόρων για [[κάτι]]· ἐς ἀπορίην [[ἀπιγμένος]], [[ἀπειλημένος]], <i>ἐν ἀπορίῃ ἔχεσθαι ἀπορίῃσιν ἐνέχεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, αδύνατον να παραμείνει [[κάποιος]] [[ήσυχος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυσκολία]] χαρακτήρα, [[δυστροπία]], [[δυσχέρεια]] στην κοινωνική [[συναναστροφή]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] μέσων, πόρων ή αποθεμάτων, [[αμηχανία]], [[δυσχέρεια]], [[αμφιβολία]], [[ενδοιασμός]], περιπλοκότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἀπορία]] τινός, [[έλλειψη]] προσώπου ή πράγματος, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[πενία]], [[φτώχεια]], σε Θουκ.
}}
}}