Anonymous

ἄορτο: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_12)
 
(3)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄορτο''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἤορτο, γ΄ ἐν. τοῦ παθ. ὑπερσ. τοῦ [[ἀείρω]], πρβλ. [[ἄωρτο]].
|lstext='''ἄορτο''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἤορτο, γ΄ ἐν. τοῦ παθ. ὑπερσ. τοῦ [[ἀείρω]], πρβλ. [[ἄωρτο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄορτο:''' Ιων. αντί <i>ἤορτο</i>, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του [[ἀείρω]].
}}
}}