Anonymous

ἀρχαῖος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἀρχαῑος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> ο [[παλαιός]], αυτός που υπήρχε στο μακρινό [[παρελθόν]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> Ι. <i>οι αρχαίοι</i><br />αυτοί που έζησαν την αρχαία [[εποχή]]<br />II. <i>τα αρχαία</i><br /><b>1.</b> τα μνημεία της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> το [[μάθημα]] των Αρχαίων Ελληνικών<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ἡ ἀρχαίη</i><br />η [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. ο [[απλοϊκός]] ή ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> α) <i>οἱ ἀρχαῑοι</i><br />οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (<b>Αριστοτ.</b>) [[είτε]] οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)<br />β) (για χρήματα) <i>τὸ ἀρχαῑον</i><br />η αρχική [[τιμή]]<br /><i>τὰ ἀρχαῑα</i><br />το [[κεφάλαιο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀρχαίως</i> ή <i>τὸ ἀρχαῑον</i><br /><b>1.</b> σε αρχαίους χρόνους<br /><b>2.</b> σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχή]] «[[έναρξη]]». Η λ. [[αρχαίος]], άγνωστη στον Όμηρο, απαντά [[κυρίως]] στην Ιωνική-Αττική με αρχική [[σημασία]] «ο [[πρωταρχικός]]», διακρίνεται δε από το [[παλαιός]], που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχαΐζω]], [[αρχαϊκός]], [[αρχαιότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρχαιολογία]], [[αρχαιοπινής]], [[αρχαιοπρεπής]], [[αρχαιότροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχαιόγονος]], [[αρχαιοειδής]], [[αρχαιολογώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχαιολόγος]], [[αρχαιοπαράδοτος]], [[αρχαιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιογνωσία]], [[αρχαιογνώστης]], [[αρχαιοδίφης]]» [[αρχαιοθήκη]], [[αρχαιοκάπηλος]], [[αρχαιοκλόπος]], [[αρχαιολατρεία]], [[αρχαιολάτρης]], [[αρχαιομάθεια]], [[αρχαιομαθής]], [[αρχαιομανής]], [[αρχαιοπώλης]], [[αρχαιοσυλλέκτης]], [[αρχαιόσυλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[αρχαιοφύλακας]]<br />(β' συνθετικό) [[φιλάρχαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανάρχαιος]], [[υπεραρχαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισάρχαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πανάρχαιος]].
|mltxt=-α, -ο (AM ἀρχαῑος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> ο [[παλαιός]], αυτός που υπήρχε στο μακρινό [[παρελθόν]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> Ι. <i>οι αρχαίοι</i><br />αυτοί που έζησαν την αρχαία [[εποχή]]<br />II. <i>τα αρχαία</i><br /><b>1.</b> τα μνημεία της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> το [[μάθημα]] των Αρχαίων Ελληνικών<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ἡ ἀρχαίη</i><br />η [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. ο [[απλοϊκός]] ή ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> α) <i>οἱ ἀρχαῑοι</i><br />οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (<b>Αριστοτ.</b>) [[είτε]] οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)<br />β) (για χρήματα) <i>τὸ ἀρχαῑον</i><br />η αρχική [[τιμή]]<br /><i>τὰ ἀρχαῑα</i><br />το [[κεφάλαιο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀρχαίως</i> ή <i>τὸ ἀρχαῑον</i><br /><b>1.</b> σε αρχαίους χρόνους<br /><b>2.</b> σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχή]] «[[έναρξη]]». Η λ. [[αρχαίος]], άγνωστη στον Όμηρο, απαντά [[κυρίως]] στην Ιωνική-Αττική με αρχική [[σημασία]] «ο [[πρωταρχικός]]», διακρίνεται δε από το [[παλαιός]], που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχαΐζω]], [[αρχαϊκός]], [[αρχαιότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρχαιολογία]], [[αρχαιοπινής]], [[αρχαιοπρεπής]], [[αρχαιότροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχαιόγονος]], [[αρχαιοειδής]], [[αρχαιολογώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχαιολόγος]], [[αρχαιοπαράδοτος]], [[αρχαιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιογνωσία]], [[αρχαιογνώστης]], [[αρχαιοδίφης]]» [[αρχαιοθήκη]], [[αρχαιοκάπηλος]], [[αρχαιοκλόπος]], [[αρχαιολατρεία]], [[αρχαιολάτρης]], [[αρχαιομάθεια]], [[αρχαιομαθής]], [[αρχαιομανής]], [[αρχαιοπώλης]], [[αρχαιοσυλλέκτης]], [[αρχαιόσυλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[αρχαιοφύλακας]]<br />(β' συνθετικό) [[φιλάρχαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανάρχαιος]], [[υπεραρχαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισάρχαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πανάρχαιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχαῖος:''' -α, -ον ([[ἀρχή]] I), ο [[εξαρχής]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[αρχαίος]], [[πρωτογενής]], [[παλαιός]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀρχαϊκός]], [[παλιομοδίτικος]], απαρχαιωμένος, [[πρωτόγονος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[παλιός]], [[αρχαίος]], τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ῥέεθρον]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αρχαίος]], ηλικιωμένος, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱἀρχαῖοι</i>, οι αρχαίοι φιλόσοφοι, οι μεγάλοι Πατέρες, οι Προφήτες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III. 1.</b> επίρρ., [[ἀρχαίως]], στους αρχαίους χρόνους ή με τον αρχαίο τρόπο, σε Δημ.· ομοίως, τὸ [[ἀρχαῖον]], Ιων. συνηρ. [[τὠρχαῖον]], σε Ηρόδ., Αττ.· τ' [[ἀρχαῖον]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αρχαίο ύφος, σε Πλάτ., Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> ως ουσ., τὸ [[ἀρχαῖον]], το πραγματικό [[άθροισμα]], [[σύνολο]], πρώτη αξία, [[τιμή]], Λατ. [[sors]], σε Αριστοφ., Ρήτ..
}}
}}