Anonymous

ἀσχήμων: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσχήμων]] (-ονος), ο, η (AM) [[σχήμα]]<br /><b>1.</b> [[απρεπής]], [[αισχρός]], [[άσεμνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]] ή [[μορφή]], [[άσχημος]].
|mltxt=[[ἀσχήμων]] (-ονος), ο, η (AM) [[σχήμα]]<br /><b>1.</b> [[απρεπής]], [[αισχρός]], [[άσεμνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]] ή [[μορφή]], [[άσχημος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[σχῆμα]])·<br /><b class="num">1.</b> [[δύσμορφος]], [[άσχημος]], [[επαίσχυντος]], Λατ. [[turpis]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ἀσχήμων]] [[γενέσθαι]], είμαι [[απρεπής]], σε Ηρόδ.
}}
}}