Anonymous

ἄργιλλα: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄργιλλα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[υπόγειο]] [[οίκημα]] το οποίο ονομάζεται [[έτσι]] [[κυρίως]] στη Μεγάλη [[Ελλάδα]]<br /><b>2.</b> η [[άργιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. <i>άργιλλα</i> ή <i>άργιλα</i> και <i>άργελλα</i> με τη λ. <i>άργιλλος</i> [[είναι]] αμφίβολη].
|mltxt=[[ἄργιλλα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[υπόγειο]] [[οίκημα]] το οποίο ονομάζεται [[έτσι]] [[κυρίως]] στη Μεγάλη [[Ελλάδα]]<br /><b>2.</b> η [[άργιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. <i>άργιλλα</i> ή <i>άργιλα</i> και <i>άργελλα</i> με τη λ. <i>άργιλλος</i> [[είναι]] αμφίβολη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄργιλλα:''' ή ἄργῑλα, ἡ, [[υπόγειο]] [[οίκημα]], υπόγεια [[κατοικία]], Έφορ. [[παρά]] Στράβ.
}}
}}