Anonymous

ἄτακτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άταχτος]], -η, -ο (AM [[ἄτακτος]], -ον) [[τάσσω]]<br /><b>1.</b> [[ακατάστατος]], [[χωρίς]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[απειθάρχητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναιδής]], [[θρασύς]]<br /><b>2.</b> [[απρεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωηρός]], [[ανήσυχος]]<br /><b>2.</b> «άτακτα σώματα στρατού» ή <b>ως ουσ.</b> <i>άτακτοι</i><br />αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «άτακτη [[φυγή]]» ή «...[[υποχώρηση]]» — απότομη ή εσπευσμένη [[αποχώρηση]] από [[μάχη]] ή [[συζήτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο μη παραταγμένος σε [[θέση]] μάχης<br /><b>2.</b> ([[βίος]]) [[αγροίκος]], [[απολίτιστος]]<br /><b>3.</b> ο μη [[τακτικός]], ο [[έκτακτος]], ο [[τυχαίος]]<br /><b>4.</b> (για σαρκικές απολαύσεις) [[άμετρος]], [[άκρατος]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> «άτακτα προβλήματα» — αυτό που δεν επιδέχονται οριστική [[λύση]].
|mltxt=και [[άταχτος]], -η, -ο (AM [[ἄτακτος]], -ον) [[τάσσω]]<br /><b>1.</b> [[ακατάστατος]], [[χωρίς]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[απειθάρχητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναιδής]], [[θρασύς]]<br /><b>2.</b> [[απρεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωηρός]], [[ανήσυχος]]<br /><b>2.</b> «άτακτα σώματα στρατού» ή <b>ως ουσ.</b> <i>άτακτοι</i><br />αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «άτακτη [[φυγή]]» ή «...[[υποχώρηση]]» — απότομη ή εσπευσμένη [[αποχώρηση]] από [[μάχη]] ή [[συζήτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο μη παραταγμένος σε [[θέση]] μάχης<br /><b>2.</b> ([[βίος]]) [[αγροίκος]], [[απολίτιστος]]<br /><b>3.</b> ο μη [[τακτικός]], ο [[έκτακτος]], ο [[τυχαίος]]<br /><b>4.</b> (για σαρκικές απολαύσεις) [[άμετρος]], [[άκρατος]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> «άτακτα προβλήματα» — αυτό που δεν επιδέχονται οριστική [[λύση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτακτος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν βρίσκεται σε [[θέση]], [[παράταξη]] μάχης, λέγεται για [[στράτευμα]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απείθαρχος, [[άτακτος]], [[ανώμαλος]], [[άμετρος]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, με ανώμαλο, ακατάστατο τρόπο, λέγεται για στρατεύματα, στον ίδ.· συγκρ. <i>ἀτακτότερον</i>, στον ίδ.
}}
}}