3,274,216
edits
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[αὔρα]])<br /><b>1.</b> η [[ελαφρά]] και δροσερή [[πνοή]] του ανέμου που έρχεται [[κυρίως]] από τη [[θάλασσα]], [[αεράκι]]<br /><b>2.</b> η [[πνιγμονή]] που προηγείται από την επιληπτική [[κρίση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «απόγεια [[αύρα]]» — η [[αύρα]] που πνέει από τη [[στεριά]] [[προς]] τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> «θαλάσσια [[αύρα]]» — η [[αύρα]] που πνέει από τη [[θάλασσα]] [[προς]] τη [[στεριά]], ο [[μπάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ψύχρα]] του πρωινού<br /><b>2.</b> [[ούριος]], [[ευνοϊκός]] [[άνεμος]] [[κατά]] το [[ταξίδι]]<br /><b>3.</b> το [[θυμίαμα]] των θυσιών<br /><b>4.</b> [[τρεμούλα]], [[ανατριχίλα]], [[ανατρίχιασμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μετάτροπος]] [[αὔρα]]» ή «μετάτροποι αὖραι» — το ευμετάβλητο των ανθρωπίνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η [[αύρα]] συνδέεται με τη λ. <i>αήρ</i>, αν και ο [[συσχετισμός]] αυτός δεν ερμηνεύει τη [[δομή]] και τη [[σημασία]] της λ. [[αύρα]], [[αφού]] ο όρος <i>αήρ</i> σήμαινε [[κυρίως]] «την [[ομίχλη]]». Επίσης η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία ο τ. [[αύρα]] προέρχεται από θ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>e</i>-<i>w∂</i><sub>1</sub>- που συνδέεται με το θ. <i>ϑ</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>e∂</i><sub>1</sub>- > [[άημι]] «[[φυσώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vati</i>), δεν δικαιολογεί την κύρια [[σημασία]] της λ. [[αύρα]] «δροσερή και [[ελαφρά]] [[πνοή]] ανέμου», διάφορη της λ. [[άελλα]]. Ο όρος [[αύρα]] χρησιμοποιείται [[άπαξ]] στην [[Οδύσσεια]] για να δηλώσει «το πρωινό [[αεράκι]] που σηκώνεται από [[ποτάμι]]» ενώ στον Ησίοδο αναφέρεται η <i>θαλάσσια [[αύρα]]. Η λ., αν και σπάνια στον πεζό λόγο, απαντά στον Πλάτωνα, τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, μεταφορική δε [[σημασία]] αποκτά [[κυρίως]] στην [[τραγωδία]] (Ευριπίδης). Τέλος, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την [[αύρα]] ως «το δροσερό [[αεράκι]] που ανεβαίνει από το [[νερό]]»]. | |mltxt=η (AM [[αὔρα]])<br /><b>1.</b> η [[ελαφρά]] και δροσερή [[πνοή]] του ανέμου που έρχεται [[κυρίως]] από τη [[θάλασσα]], [[αεράκι]]<br /><b>2.</b> η [[πνιγμονή]] που προηγείται από την επιληπτική [[κρίση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «απόγεια [[αύρα]]» — η [[αύρα]] που πνέει από τη [[στεριά]] [[προς]] τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> «θαλάσσια [[αύρα]]» — η [[αύρα]] που πνέει από τη [[θάλασσα]] [[προς]] τη [[στεριά]], ο [[μπάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ψύχρα]] του πρωινού<br /><b>2.</b> [[ούριος]], [[ευνοϊκός]] [[άνεμος]] [[κατά]] το [[ταξίδι]]<br /><b>3.</b> το [[θυμίαμα]] των θυσιών<br /><b>4.</b> [[τρεμούλα]], [[ανατριχίλα]], [[ανατρίχιασμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μετάτροπος]] [[αὔρα]]» ή «μετάτροποι αὖραι» — το ευμετάβλητο των ανθρωπίνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η [[αύρα]] συνδέεται με τη λ. <i>αήρ</i>, αν και ο [[συσχετισμός]] αυτός δεν ερμηνεύει τη [[δομή]] και τη [[σημασία]] της λ. [[αύρα]], [[αφού]] ο όρος <i>αήρ</i> σήμαινε [[κυρίως]] «την [[ομίχλη]]». Επίσης η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία ο τ. [[αύρα]] προέρχεται από θ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>e</i>-<i>w∂</i><sub>1</sub>- που συνδέεται με το θ. <i>ϑ</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>e∂</i><sub>1</sub>- > [[άημι]] «[[φυσώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vati</i>), δεν δικαιολογεί την κύρια [[σημασία]] της λ. [[αύρα]] «δροσερή και [[ελαφρά]] [[πνοή]] ανέμου», διάφορη της λ. [[άελλα]]. Ο όρος [[αύρα]] χρησιμοποιείται [[άπαξ]] στην [[Οδύσσεια]] για να δηλώσει «το πρωινό [[αεράκι]] που σηκώνεται από [[ποτάμι]]» ενώ στον Ησίοδο αναφέρεται η <i>θαλάσσια [[αύρα]]. Η λ., αν και σπάνια στον πεζό λόγο, απαντά στον Πλάτωνα, τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, μεταφορική δε [[σημασία]] αποκτά [[κυρίως]] στην [[τραγωδία]] (Ευριπίδης). Τέλος, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την [[αύρα]] ως «το δροσερό [[αεράκι]] που ανεβαίνει από το [[νερό]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὔρα:''' Ιων. [[αὔρη]], ἡ ([[ἄημι]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αέρας]] σε [[κίνηση]], [[πνοή]], [[ιδίως]] φρέσκια [[πνοή]], [[φρέσκος]] [[πρωινός]] [[αέρας]], Λατ. [[aura]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. ποιητές, [[σπανίως]] στον πεζό λόγο· μεταφ., [[αχνός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. επίσης, λέγεται για την ευμετάβολη [[αλλαγή]] των πραγμάτων, σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται για οτιδήποτε τρομακτικό, σε Ευρ. | |||
}} | }} |