Anonymous

ἀωρόνυκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀωρόνυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο μεσονύχτιος (φρ., «[[ἀωρόνυκτον]] [[ἀμβόαμα]] ἔλακε» — έσκουξε τα [[μεσάνυχτα]], <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἀωρόνυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο μεσονύχτιος (φρ., «[[ἀωρόνυκτον]] [[ἀμβόαμα]] ἔλακε» — έσκουξε τα [[μεσάνυχτα]], <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀωρόνυκτος:''' -ον ([[νύξ]]), [[μεσονύκτιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}