Anonymous

βουλεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 39: Line 39:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[βουλεύω]])<br />Ι. [[συμβουλεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[κρίνω]]<br /><b>2.</b> [[σχεδιάζω]], [[προετοιμάζω]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[μέλος]] της βουλής<br />II. [[βουλεύομαι]] (AM [[βουλεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]]<br /><b>2.</b> [[συσκέπτομαι]] με άλλους και [[αποφασίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συμβουλεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποφασίζω]] να πράξω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βούλευμα]], [[βουλευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βουλεία]], [[βουλείον]], [[βούλευσις]], [[βουλευτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επιβουλεύω]], [[συμβουλεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβουλεύω]], [[μεταβουλεύω]], [[προβουλεύω]].
|mltxt=(AM [[βουλεύω]])<br />Ι. [[συμβουλεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[κρίνω]]<br /><b>2.</b> [[σχεδιάζω]], [[προετοιμάζω]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>3.</b> [[αποφασίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[μέλος]] της βουλής<br />II. [[βουλεύομαι]] (AM [[βουλεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]], [[μελετώ]]<br /><b>2.</b> [[συσκέπτομαι]] με άλλους και [[αποφασίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συμβουλεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποφασίζω]] να πράξω [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βούλευμα]], [[βουλευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βουλεία]], [[βουλείον]], [[βούλευσις]], [[βουλευτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επιβουλεύω]], [[συμβουλεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβουλεύω]], [[μεταβουλεύω]], [[προβουλεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβούλευσα</i>, Επικ. <i>βούλευσα</i>, παρακ. <i>βεβούλευκα</i> ([[βουλή]]).<br /><b class="num">Α. I.</b> [[συνεδριάζω]], [[αποφαίνομαι]], [[λαμβάνω]] [[μέτρα]]· και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω συλλογιστεί και [[επομένως]], [[καθορίζω]], [[αποφασίζω]].<br /><b class="num">1.</b> απόλ., [[οἷος]] [[ἔην]] [[βουλευέμεν]] ἠδὲ μάχεσθαι, όπως ακριβώς θα ήταν στο [[συμβούλιο]] ή στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔς γε μίαν βουλεύσομεν</i> (ενν. <i>βουλήν</i>), θα συμφωνήσουμε σε ένα κοινό [[σχέδιο]], στο ίδ.· στους πεζογράφους, αυτή η [[σημασία]] ανήκει [[κυρίως]] στη Μέσ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[σχεδιάζω]], [[μηχανεύομαι]], [[σκέφτομαι]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., αόρ. αʹ <i>ἐβουλεύθην</i>, παρακ. <i>βεβούλευμαι</i>, είμαι αποφασισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὰ βεβουλευμένα = βουλεύματα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αποφασίζω]] να πράξω [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δίνω]] [[γνώμη]], [[παρέχω]] [[συμβουλή]]· τὰ λῷστα [[βουλεύω]], σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> στους πολιτικούς συγγραφείς, είμαι [[μέλος]] της Βουλής, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], είμαι [[μέλος]] της Βουλής των πεντακοσίων στην Αθήνα, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβουλευσάμην</i>, Επικ. <i>βουλ-</i>, Παθ. αόρ. <i>ἐβουλεύθην</i>, παρακ. <i>βεβούλευμαι</i>.<br /><b class="num">1.</b> απόλ., [[συσκέπτομαι]] ατομικά, [[αποφασίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ., [[ορίζω]] [[κάτι]] από [[μόνος]] μου, [[αποφασίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αποφασίζω]] να πράξω, στον ίδ., σε Πλάτ.· σπανιότερα με δευτερεύουσα [[πρόταση]], [[βουλεύομαι]] [[ὅπως]]..., σε Ξεν.
}}
}}