Anonymous

γενεθλιακός: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γενεθλιακός]], -ή, -όν (AM) [[γενέθλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γέννηση]] («γενεθλιακαὶ ὦραι»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γενεθλιακή [[πανήγυρις]]» — τα [[Χριστούγεννα]].
|mltxt=[[γενεθλιακός]], -ή, -όν (AM) [[γενέθλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γέννηση]] («γενεθλιακαὶ ὦραι»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γενεθλιακή [[πανήγυρις]]» — τα [[Χριστούγεννα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενεθλιᾰκός:''' -ή, -όν ([[γενέθλιος]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[ημέρα]] των γενεθλίων, σε Ανθ.
}}
}}