Anonymous

δασύκνημος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύκνημος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)<br />αυτός που έχει κνήμες με πυκνές [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] «η [[γάμπα]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύκνημος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)<br />αυτός που έχει κνήμες με πυκνές [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] «η [[γάμπα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰσύκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
}}
}}