Anonymous

διανύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διανύω]] και [[διανύτω]]) [[ανύω]]<br /><b>1.</b> [[περατώνω]], [[τελειώνω]], [[συμπληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]], [[επιτελώ]]<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διατρέχω]] και [[φθάνω]] στο [[τέρμα]]<br /><b>4.</b> [[περνώ]], [[διατρέχω]] [[χρονικό]] [[διάστημα]] («διανύει το 35ο [[έτος]] της ηλικίας του»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σταματώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]].
|mltxt=(Α [[διανύω]] και [[διανύτω]]) [[ανύω]]<br /><b>1.</b> [[περατώνω]], [[τελειώνω]], [[συμπληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]], [[επιτελώ]]<br /><b>3.</b> [[διαπερνώ]], [[διατρέχω]] και [[φθάνω]] στο [[τέρμα]]<br /><b>4.</b> [[περνώ]], [[διατρέχω]] [[χρονικό]] [[διάστημα]] («διανύει το 35ο [[έτος]] της ηλικίας του»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σταματώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διανύω:''' [[έπειτα]] -[[ανύτω]] <i>[ῠ]</i>, μέλ. -ανύσω [ῠ]· [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]], [[αποπερατώνω]], [[ολοκληρώνω]], <i>κέλευθον</i>, <i>ὁδόν</i>, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· από όπου (το <i>ὁδόν</i> παραλείπεται), <i>διὰ πόντον ἀνύσσας</i>, έχοντας ολοκληρώσει το [[ταξίδι]] του στη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.· με μτχ., [[σταματώ]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
}}