Anonymous

δίστομος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, ο (AM [[δίστομος]], -ον)<br />(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, [[δίκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για σπήλαια, ποταμούς <b>κ.λπ.</b>) [[εκείνος]] που έχει δύο στόμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δίστομος]]<br />σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και [[υδρόζωα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίστομο</i><br />παρασιτικό [[σκουλήκι]] της οικογένειας τών διστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]].
|mltxt=-η, ο (AM [[δίστομος]], -ον)<br />(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, [[δίκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για σπήλαια, ποταμούς <b>κ.λπ.</b>) [[εκείνος]] που έχει δύο στόμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δίστομος]]<br />σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και [[υδρόζωα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίστομο</i><br />παρασιτικό [[σκουλήκι]] της οικογένειας τών διστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίστομος:''' -ον ([[στόμα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] στόματα, αυτός που έχει [[δύο]] εισόδους, σε Σοφ.· <i>δίστομοι ὁδοί</i>, δρόμοι που χωρίζονται στα [[δύο]], που διακλαδίζονται, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για όπλο, [[δίκοπος]], αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, [[δίστομος]], σε Ευρ.
}}
}}