Anonymous

ἐκλείπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκλείπω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] τη ζωή, [[πεθαίνω]] (α. «ο εκλιπών» — ο [[νεκρός]]<br />β. «οι εκλιπόντες» — οι νεκροί)<br /><b>2.</b> [[παύω]] να [[υπάρχω]] («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει»)<br /><b>3.</b> (για ουράνια σώματα) [[παθαίνω]] [[έκλειψη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατακρατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραλείπω]], [[αποσιωπώ]]<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]]<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ατέλειωτο<br /><b>4.</b> απομακρύνομαι, [[φεύγω]]<br /><b>5.</b> (για [[τόπο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ταξιδιού) [[προσπερνώ]], δεν [[σταματώ]]<br /><b>6.</b> [[λιποθυμώ]]<br /><b>7.</b> (για τον σφυγμό) [[διαλείπω]].
|mltxt=(AM [[ἐκλείπω]])<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] τη ζωή, [[πεθαίνω]] (α. «ο εκλιπών» — ο [[νεκρός]]<br />β. «οι εκλιπόντες» — οι νεκροί)<br /><b>2.</b> [[παύω]] να [[υπάρχω]] («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει»)<br /><b>3.</b> (για ουράνια σώματα) [[παθαίνω]] [[έκλειψη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατακρατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραλείπω]], [[αποσιωπώ]]<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]]<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ατέλειωτο<br /><b>4.</b> απομακρύνομαι, [[φεύγω]]<br /><b>5.</b> (για [[τόπο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ταξιδιού) [[προσπερνώ]], δεν [[σταματώ]]<br /><b>6.</b> [[λιποθυμώ]]<br /><b>7.</b> (για τον σφυγμό) [[διαλείπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]], [[παραλείπω]], [[παρασιωπώ]], [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., [[ὄνειδος]] οὐκ ἐκλείπεται, δεν παραλείπει να εμφανιστεί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εγκαταλείπω]], απαρνιέμαι, [[παραμελώ]], [[παρατώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σε ελλειπτικές φράσεις, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ [[ἄκρα]], [[εγκαταλείπω]] την πόλη και [[καταφεύγω]] στα ορεινά, σε Ηρόδ.· εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (λέγεται για το περσικό στρατιωτικό [[σώμα]] των «αθανάτων»), εάν [[κάποιος]] ήθελε να αφήσει τον αριθμό ασυμπλήρωτο, ημιτελή, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον ήλιο ή τη [[σελήνη]], [[υφίσταμαι]] [[έκλειψη]] ή [[συσκότιση]], σε Θουκ.· [[ολόκληρο]], ὁ [[ἥλιος]] ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[ἔκλειψις]].<br /><b class="num">2.</b> [[πεθαίνω]], <i>οἱ ἐκλελοιπότες</i>, οι ἐκλιπόντες, οι πεθαμένοι, σε Πλάτ.· [[ολόκληρο]], <i>ἐκλ. βίον</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], [[παύω]], [[σταματώ]], [[διακόπτω]], [[τελειώνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[αποτυγχάνω]], είμαι [[ανεπαρκής]], σε Ευρ.
}}
}}