Anonymous

ἐκτομή: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐκτομή]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[εκτέμνω]], [[αποκοπή]], [[εξαγωγή]] με [[τομή]]<br /><b>2.</b> [[ευνουχισμός]], [[εκτόμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> εγχειρητική [[αφαίρεση]] τμήματος ή ολόκληρου οργάνου ή παθολογικού σχηματισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]], [[τεμάχιο]]<br /><b>2.</b> το [[άνοιγμα]] ή το [[σχήμα]] που δημιουργείται από την [[αποκοπή]] κομματιού από ένα [[σώμα]]<br /><b>3.</b> [[περιτομή]] [[γυναικών]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με καρπό) [[μάζεμα]], [[κόψιμο]].
|mltxt=η (AM [[ἐκτομή]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[εκτέμνω]], [[αποκοπή]], [[εξαγωγή]] με [[τομή]]<br /><b>2.</b> [[ευνουχισμός]], [[εκτόμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> εγχειρητική [[αφαίρεση]] τμήματος ή ολόκληρου οργάνου ή παθολογικού σχηματισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]], [[τεμάχιο]]<br /><b>2.</b> το [[άνοιγμα]] ή το [[σχήμα]] που δημιουργείται από την [[αποκοπή]] κομματιού από ένα [[σώμα]]<br /><b>3.</b> [[περιτομή]] [[γυναικών]]<br /><b>4.</b> (σχετικά με καρπό) [[μάζεμα]], [[κόψιμο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτομή:''' ἡ (ἐκτεμεῖν)·,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εγκοπή]], [[αποκοπή]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευνουχισμός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[απόκομμα]], [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]], σε Πλούτ.
}}
}}