Anonymous

ἔμπλην: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπλην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[κοντά]] («Βοιωτῶν δ' [[ἔμπλην]]», Ιλ.).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔμπλην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[πλην]], [[εκτός]] («[[ἔμπλην]] ἐμοῡ τε καὶ φίλου»).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπλην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[κοντά]] («Βοιωτῶν δ' [[ἔμπλην]]», Ιλ.).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔμπλην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[πλην]], [[εκτός]] («[[ἔμπλην]] ἐμοῡ τε καὶ φίλου»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπλην:''' επίρρ., κοντά, δίπλα, [[πλησίον]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. από το [[ἐμπελάζω]]).<br /><b class="num">• [[ἔμπλην]]:</b> επιτετ. επίρρ. αντί [[πλήν]], [[εκτός]] [[αυτού]], [[ακόμη]], [[επιπλέον]], [[εκτός]] από, [[πλην]], εξαιρουμένου, με γεν., σε Αρχίλ.
}}
}}