Anonymous

ἔνθρυπτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνθρυπτος]], -ον (Α) [[θρυπτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαλύεται [[μέσα]] σε [[υγρό]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνθρυπτα</i><br />[[είδος]] πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔνθρυπτος]]<br />επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.
|mltxt=[[ἔνθρυπτος]], -ον (Α) [[θρυπτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαλύεται [[μέσα]] σε [[υγρό]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνθρυπτα</i><br />[[είδος]] πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔνθρυπτος]]<br />επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), θρυμματισμένος, [[τριμμένος]] και ριγμένος μέσα σε [[υγρό]]· <i>τὰ ἔνθρυπτα</i>, μουσκεμένο [[ψωμί]], [[παξιμάδι]], σε Δημ.
}}
}}