Anonymous

ἐνήνοθε: Difference between revisions

From LSJ
4
(Autenrieth)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[ἄνθος]]), [[defective]] perf. w. pres. signif.: swells [[there]], steams [[there]], rises [[there]], Od. 17.270†.
|auten=(cf. [[ἄνθος]]), [[defective]] perf. w. pres. signif.: swells [[there]], steams [[there]], rises [[there]], Od. 17.270†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνήνοθε:''' γʹ ενικ. παρακ., [[χωρίς]] ενεστ. <i>ἐνέθω</i> σε [[χρήση]]· συναντάται μόνο σε [[σύνθετα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ἐπενήνοθε]], λέγεται για το [[κεφάλι]] του Θερσίτη, ψεδνὴ ἐπ. [[λάχνη]], ένα [[λεπτό]] [[στρώμα]] από αραιές [[τρίχες]] που φύτρωναν πάνω σε αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[χλαίνη]], [[πανωφόρι]], οὐλὴ [[ἐπενήνοθε]] [[λάχνη]], πυκνό [[χνούδι]] που υπάρχει πάνω της στο ίδ.· με αιτ., λέγεται για [[αλοιφή]] από [[αμβροσία]], [[οἷα]] θεοὺς [[ἐπενήνοθε]], όπως αυτή που αλειφόταν στους θεούς, σε Ομήρ. Οδ. <b>II.κατ-ενήνοθε</b>, από πάνω, καλύπτοντας [[κάτι]], σε Ησίοδ., Όμηρ.
}}
}}