Anonymous

ἐξήκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξήκω]] (Α) [[ήκω]]<br /><b>1.</b> [[φθάνω]], [[έρχομαι]] («[[ἐπειδὰν]] αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ [[δικαστήριον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[λήγω]] («[[ἐπειδὴ]] [[τοίνυν]] ὁ [[χρόνος]] [[οὗτος]] ἐξήκει», Λυσ.)<br /><b>3.</b> (για χρησμούς, όνειρα <b>κ.λπ.</b>) πραγματοποιούμαι<br /><b>4.</b> (για μαγικές πράξεις) [[πετυχαίνω]].
|mltxt=[[ἐξήκω]] (Α) [[ήκω]]<br /><b>1.</b> [[φθάνω]], [[έρχομαι]] («[[ἐπειδὰν]] αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ [[δικαστήριον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[λήγω]] («[[ἐπειδὴ]] [[τοίνυν]] ὁ [[χρόνος]] [[οὗτος]] ἐξήκει», Λυσ.)<br /><b>3.</b> (για χρησμούς, όνειρα <b>κ.λπ.</b>) πραγματοποιούμαι<br /><b>4.</b> (για μαγικές πράξεις) [[πετυχαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω φθάσει σε κάποιο συγκεκριμένο [[σημείο]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, έχω τελειώσει ή έχω λήξει, έχω ολοκληρωθεί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για προφητείες, όνειρα κ.λπ.· επαληθεύομαι, εκπληρώνομαι, στον ίδ., σε Ηρόδ.
}}
}}