Anonymous

ἐπεγείρω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεγείρω]] (Α) [[εγείρω]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]] («μηδ' εὕδοντ' ἐπέγειρε», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]] («τὸ [[πάλαι]] κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανορθώνω]], [[σηκώνω]] [[επάνω]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) <i>επεγρηγορώς</i><br />[[ξύπνιος]], [[άγρυπνος]].
|mltxt=[[ἐπεγείρω]] (Α) [[εγείρω]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]] («μηδ' εὕδοντ' ἐπέγειρε», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεσηκώνω]], [[διεγείρω]] («τὸ [[πάλαι]] κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ανορθώνω]], [[σηκώνω]] [[επάνω]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) <i>επεγρηγορώς</i><br />[[ξύπνιος]], [[άγρυπνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ξυπνώ]], [[εγείρω]], <i>τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., εγείρομαι, σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι, σε Όμηρ., στους τύπους [[ἐπέγρετο]], [[ἐπεγρόμενος]] (οι οποίοι προέρχονται από Επικ. αόρ. <i>ἐπ-ηγρόμην</i>).<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[εξεγείρω]], [[διεγείρω]], σε Σόλωνα, Σοφ. — Παθ., ἐπηγέρθη [[μῆνις]], σε Ηρόδ.
}}
}}