Anonymous

ἐπεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπεῑπον (αόρ. β' του [[επιλέγω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[είπα]] επί [[πλέον]] ή συγχρόνως ή [[έπειτα]] («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είπα]] [[εναντίον]] κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῑν ψόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῑν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> απάγγειλα.
|mltxt=ἐπεῑπον (αόρ. β' του [[επιλέγω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[είπα]] επί [[πλέον]] ή συγχρόνως ή [[έπειτα]] («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είπα]] [[εναντίον]] κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῑν ψόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῑν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> απάγγειλα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], λέω [[επιπλέον]], [[μιλώ]] επιπροσθέτως ή συμπληρωματικά, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}