3,274,306
edits
(14) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐτήτυμος]], -ον ([[εκτεταμένος]] ποιητ. τ. του [[έτυμος]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[αληθής]], [[ακριβής]] («οὐκ ἔσθ' ὅδε μῡθος [[ἐτήτυμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αληθής]], [[αψευδής]], [[φιλαλήθης]] («οὐ [[ψευδόμαντις]]... ἀλλ' [[ἐτήτυμος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματικός]], [[γνήσιος]] («[[ἐτήτυμος]] [[χρυσός]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> (με απαρμφ.) [[είναι]] [[αλήθεια]] ότι («καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῡτ' ἐτήτυμον;» — [[είναι]] [[αλήθεια]] ότι σώθηκε αυτή στην [[ξηρά]]; <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐτήτυμον</i><br />αληθώς, [[πράγματι]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. με ή [[χωρίς]] το [[άρθρο]]) (<i>τὸ</i>) <i>ἐτήτυμον</i><br />η [[αλήθεια]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτητύμως</i> (Α)<br />αληθινά, πραγματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με αναδιπλασιασμό και [[έκταση]] της β' συλλαβής, που συνδέεται με τα [[ετεός]], [[έτυμος]]]. | |mltxt=[[ἐτήτυμος]], -ον ([[εκτεταμένος]] ποιητ. τ. του [[έτυμος]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[αληθής]], [[ακριβής]] («οὐκ ἔσθ' ὅδε μῡθος [[ἐτήτυμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αληθής]], [[αψευδής]], [[φιλαλήθης]] («οὐ [[ψευδόμαντις]]... ἀλλ' [[ἐτήτυμος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πραγματικός]], [[γνήσιος]] («[[ἐτήτυμος]] [[χρυσός]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> (με απαρμφ.) [[είναι]] [[αλήθεια]] ότι («καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῡτ' ἐτήτυμον;» — [[είναι]] [[αλήθεια]] ότι σώθηκε αυτή στην [[ξηρά]]; <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐτήτυμον</i><br />αληθώς, [[πράγματι]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. με ή [[χωρίς]] το [[άρθρο]]) (<i>τὸ</i>) <i>ἐτήτυμον</i><br />η [[αλήθεια]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐτητύμως</i> (Α)<br />αληθινά, πραγματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] με αναδιπλασιασμό και [[έκταση]] της β' συλλαβής, που συνδέεται με τα [[ετεός]], [[έτυμος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐτήτῠμος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> εκτεταμ. ποιητ. αντί [[ἔτυμος]], [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], σε Όμηρ.· <i>τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον</i>, πες μου αυτό αληθινά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ λέγεις ἐτήτυμα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[πραγματικός]], Λατ. [[sincerus]], κείνῳ δ' [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ., για εκείνον δεν απομένει καμία αληθινή, πραγματική [[επιστροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐτ. Διὸς [[κόρα]]</i>, σε Αισχύλ.· [[παῖς]] [[χρυσός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., σε ουδ. <i>ἐτήτυμον</i>, αληθώς, πραγματικά, [[πράγματι]], όντως, σε Όμηρ.· ομαλ. επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |