Anonymous

εὐεργετέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(T22)
(4)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐυεργέτω; ([[εὐεργέτης]]), to do [[good]], [[bestow]] benefits: Sept.; [[often]] in Attic writings.)  
|txtha=ἐυεργέτω; ([[εὐεργέτης]]), to do [[good]], [[bestow]] benefits: Sept.; [[often]] in Attic writings.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργετέω:''' παρατ. <i>εὐεργέτουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>εὐεργέτησα</i>, παρακ. <i>εὐεργέτηκα</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>εὐεργετηθείς</i>, παρακ. <i>εὐεργέτημαι</i> ([[εὐεργέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] με καλούς σκοπούς, κάνω καλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[παρέχω]] καλές υπηρεσίες ή [[επιδεικνύω]] [[καλοσύνη]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά</i>, [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αποδέκτης]] ευεργεσίας, ευεργετούμαι, <i>εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς</i>, στον ίδ.
}}
}}