3,274,299
edits
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ζωμός]], Α και δωρ. τ. [[δωμός]])<br />το [[εκχύλισμα]] ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. [[μαζί]] με [[νερό]] («[[ζωμός]] κρέατος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αιματοχυσία]] («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (σκωπτικά) [[ευτραφής]], [[χοντρός]] («[[λιπαρός]]... Δημοκλῆς, ζωμὸς κατωνόμασται», Αναξανδρ.)<br /><b>3.</b> (στην [[αλχημεία]]) [[απόπλυμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μέλας]] [[ζωμός]]»<br />(στην αρχαία [[Σπάρτη]]) ο [[ζωμός]] που παρασκευαζόταν από [[χοιρινό]] [[κρέας]] και [[αίμα]] και τον οποίο έτρωγαν στα κοινά συσσίτια οι ενήλικοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η [[σύνδεση]] του με το [[ζύμη]] προϋποθέτει [[μετάπτωση]] <i>ō</i>:<i>ū</i>, που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ζωμάριον]], [[ζωμεύω]], [[ζωμίδιον]], [[ζωμίλη]], [[ζωμίον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ζωμάλμη]], [[ζωμήρυσις]], [[ζωμοποιώ]], [[ζωμοτάριχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζωμοδόχος]], [[ζωμοθεραπεία]]. (Β' συνθετικό) [[εύζωμος]], <b>αρχ.</b> <i>αφαρόζωμος</i>, [[οξύζωμος]], [[πεπερόζωμος]]]. | |mltxt=ο (AM [[ζωμός]], Α και δωρ. τ. [[δωμός]])<br />το [[εκχύλισμα]] ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. [[μαζί]] με [[νερό]] («[[ζωμός]] κρέατος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αιματοχυσία]] («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (σκωπτικά) [[ευτραφής]], [[χοντρός]] («[[λιπαρός]]... Δημοκλῆς, ζωμὸς κατωνόμασται», Αναξανδρ.)<br /><b>3.</b> (στην [[αλχημεία]]) [[απόπλυμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μέλας]] [[ζωμός]]»<br />(στην αρχαία [[Σπάρτη]]) ο [[ζωμός]] που παρασκευαζόταν από [[χοιρινό]] [[κρέας]] και [[αίμα]] και τον οποίο έτρωγαν στα κοινά συσσίτια οι ενήλικοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η [[σύνδεση]] του με το [[ζύμη]] προϋποθέτει [[μετάπτωση]] <i>ō</i>:<i>ū</i>, που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ζωμάριον]], [[ζωμεύω]], [[ζωμίδιον]], [[ζωμίλη]], [[ζωμίον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ζωμάλμη]], [[ζωμήρυσις]], [[ζωμοποιώ]], [[ζωμοτάριχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζωμοδόχος]], [[ζωμοθεραπεία]]. (Β' συνθετικό) [[εύζωμος]], <b>αρχ.</b> <i>αφαρόζωμος</i>, [[οξύζωμος]], [[πεπερόζωμος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζωμός:''' ὁ, Λατ. [[jus]], [[σάλτσα]] που συνοδεύει πιάτα με [[κρέας]], ψάρι κ.λπ., σε Αριστοφ.· ὁ [[μέλας]] [[ζωμός]], [[σκουρόχρωμος]] [[ζωμός]] κρέατος που έτρωγαν οι Σπαρτιάτες, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |