Anonymous

καταπροΐξομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπροΐξομαι]] και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α)<br />([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]<br />μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ.<br />ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον <b>Πλούτ.</b>) [[πράττω]] [[κάτι]] [[κακό]] [[χωρίς]] [[ποινή]], [[χωρίς]] [[εκδίκηση]], [[μένω]] [[ατιμώρητος]], [[ανεκδίκητος]], [[διαφεύγω]] την [[τιμωρία]] («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε λωβησάμενος καταπροΐξεται» — δεν θα μείνει [[ατιμώρητος]], [[αφού]] μέ πλήγωσε, μέ κακοποίησε, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>προΐξομαι</i> (μέλλ. του [[προΐσσομαι]] <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]] «[[δώρο]]»)].
|mltxt=[[καταπροΐξομαι]] και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α)<br />([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]<br />μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ.<br />ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον <b>Πλούτ.</b>) [[πράττω]] [[κάτι]] [[κακό]] [[χωρίς]] [[ποινή]], [[χωρίς]] [[εκδίκηση]], [[μένω]] [[ατιμώρητος]], [[ανεκδίκητος]], [[διαφεύγω]] την [[τιμωρία]] («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε λωβησάμενος καταπροΐξεται» — δεν θα μείνει [[ατιμώρητος]], [[αφού]] μέ πλήγωσε, μέ κακοποίησε, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>προΐξομαι</i> (μέλλ. του [[προΐσσομαι]] <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]] «[[δώρο]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπροΐξομαι:''' Αττ. -προίξομαι (<i>προῖξ</i>), μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] αντίκτυπο, δηλ. [[ενεργώ]] με [[ασυλία]], ατιμώρητα· χρησιμ. με αρνητ., <i>οὐκ ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται</i>, δεν θα ξεφύγει [[επειδή]] με έχει προσβάλλει, σε Ηρόδ.· <i>οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες</i>, στον ίδ.· [[οὔτοι]] καταπροίξει πολλὰ κλέψας, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη</i>, είπε πως δεν θα ξέφευγαν ατιμώρητοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[οὔτοι]] [[ἐμοῦ]] καταπροίξει, δεν θα ξεφύγεις από την εκδίκησή μου γι' αυτή την [[αδικία]] προς το πρόσωπό μου, σε Αριστοφ.
}}
}}