Anonymous

κατεσθίω: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεσθίω]] και [[κατέσθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] (α. «[[λέων]] κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Καλατίας... οἳ τοὺς [[γονέας]] κατεσθίουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («τὰ μὲν [[ὄντα]] κατεσθίοντας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους», Ιπποκρ.<br />β. «λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άνεμο που προέρχεται από τη [[θάλασσα]]) [[ξεραίνω]], [[απορροφώ]] την [[ικμάδα]]<br /><b>5.</b> [[δαγκώνω]] («κατεσθίειν τοῡ παλαιστοῡ τὸ οὗς», Φιλόστρ.)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>κατεσθίομαι</i><br />ροκανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]»].
|mltxt=[[κατεσθίω]] και [[κατέσθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] (α. «[[λέων]] κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Καλατίας... οἳ τοὺς [[γονέας]] κατεσθίουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («τὰ μὲν [[ὄντα]] κατεσθίοντας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους», Ιπποκρ.<br />β. «λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άνεμο που προέρχεται από τη [[θάλασσα]]) [[ξεραίνω]], [[απορροφώ]] την [[ικμάδα]]<br /><b>5.</b> [[δαγκώνω]] («κατεσθίειν τοῡ παλαιστοῡ τὸ οὗς», Φιλόστρ.)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>κατεσθίομαι</i><br />ροκανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεσθίω:''' μέλ. [[κατέδομαι]], αόρ. βʹ <i>κατέφᾰγον</i> (βλ. [[καταφαγεῖν]]), παρακ. [[κατεδήδοκα]], Επικ. <i>κατέδηδα</i>·<br /><b class="num">1.</b> Παθ. παρακ. <i>κατεδήδεσμαι</i>· κατατρώω, [[καταβροχθίζω]], λέγεται για ζώα θηράματα, σε Όμηρ.· λέγεται για τους ανθρώπους, [[καταναλώνω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταναλώνω]] ή [[αφανίζω]] την [[περιουσία]] κάποιου, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> <i>λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος</i>, διαβρωμένοι, σε Πλάτ.
}}
}}