Anonymous

κέραμος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[κέραμος]], ὁ, Μ και [[κέραμος]], ἡ, Α σπάν. πληθ. και [[κέραμα]], τὰ)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[αντικείμενο]] που κατασκευάζεται από κεραμίτιδα γη, πήλινο [[αγγείο]], [[σταμνί]], [[κομψοτέχνημα]] κ.λπ. («ἐς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει, πλήσας δὲ τὸ [[ἄγγος]] περιαιρέει τὸν [[κέραμον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κεραμίδι]] («ἀναβάντες δὲ ἐπὶ τὸ [[τέγος]] και διελόντες τὴν ὀροφήν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η κατεργασμένη [[κεραμίτις]] γη, το δουλεμένο [[κεραμιδόχωμα]] («[[κέραμος]] ὀπτώμενος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με περιληπτική [[σημασία]]) τα πήλινα αντικείμενα που παράγονταν ή βρίσκονταν σε έναν [[τόπο]] («καὶ ἐπαινεῑται [[ὄντως]] ὁ ἀττικὸς [[κέραμος]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κρασί]] που αποθηκευόταν σε πήλινο [[δοχείο]] («ἀφύας ἄρ' ἄξεις πριάμενος φαλητικάς ἢ [[κέραμον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγγείο]] κατασκευασμένο από οποιοδήποτε υλικό («[[κέραμος]] ἀργυροῡς», Πτολ.).<br /><b>5.</b> το [[σύνολο]] τών κεραμιδιών στέγης<br /><b>6.</b> η [[στέγη]]<br /><b>7.</b> [[εργαστήριο]] κατασκευής πήλινων αντικειμένων<br /><b>8.</b> [[δεσμωτήριο]], [[φυλακή]] («χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κεράννυμι]], [[κερά]]-<i>σαι</i> προσφέρεται φωνολογικά [[αλλά]] δεν ταιριάζει σημασιολογικά. Η [[σύνδεση]] με το λατ. <i>cremare</i>, αντιθέτως, προσφέρεται περισσότερο σημασιολογικά, παρουσιάζει όμως φωνολογικά προβλήματα. Έχει προταθεί και η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>karštas</i> «πυρωμένος, [[καυτός]]», γοτθ. <i>hauri</i> «[[κάρβουνο]]», αρχ. άνω γερμ. <i>herd</i> «[[εστία]]», ίσως και αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ū</i><i>dayati</i> «καμένος», [[οπότε]] μπορεί να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i> (<i>ә</i>)- «[[καίω]], [[πυρώνω]], [[θερμαίνω]]». Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ [[προέλευση]] της λ..<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεραμέας]] (<i>εύς</i>), [[κεραμεικός]], [[κεράμειος]], [[κεραμεύω]], [[κεραμικός]], [[κεράμινος]], [[κεραμίς]], [[κεραμίτης]], [[κεραμίτις]], <i>κεραμώνι</i>, [[κεραμώνω]] (-<i>αμώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραμαίος]], [[κεραμεούς]], [[κεράμιος]], [[κεραμύλλιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κεράμεος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραμιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεραμένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεραμοπλαστικός]], [[κεραμοποιός]], [[κεραμοπώλης]], [[κεραμουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραμοπλάστης]], [[κεραμοπωλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραμοτήξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεραμογραφία]], [[κεραμοκάμινος]], [[κεραμοκρύσταλλο]], [[κεραμοποιείο]], [[κεραμοποιία]], <i>κεραμοτυπία</i>, [[κεραμουργείο]], [[κεραμουργία]], [[κεραμουργικός]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ρυπαροκέραμος]], [[ρυποκέραμος]], [[υποκέραμος]], [[ψιλοκέραμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροκέραμος]], [[ορθοκέραμος]]].
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[κέραμος]], ὁ, Μ και [[κέραμος]], ἡ, Α σπάν. πληθ. και [[κέραμα]], τὰ)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[αντικείμενο]] που κατασκευάζεται από κεραμίτιδα γη, πήλινο [[αγγείο]], [[σταμνί]], [[κομψοτέχνημα]] κ.λπ. («ἐς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει, πλήσας δὲ τὸ [[ἄγγος]] περιαιρέει τὸν [[κέραμον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κεραμίδι]] («ἀναβάντες δὲ ἐπὶ τὸ [[τέγος]] και διελόντες τὴν ὀροφήν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η κατεργασμένη [[κεραμίτις]] γη, το δουλεμένο [[κεραμιδόχωμα]] («[[κέραμος]] ὀπτώμενος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με περιληπτική [[σημασία]]) τα πήλινα αντικείμενα που παράγονταν ή βρίσκονταν σε έναν [[τόπο]] («καὶ ἐπαινεῑται [[ὄντως]] ὁ ἀττικὸς [[κέραμος]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κρασί]] που αποθηκευόταν σε πήλινο [[δοχείο]] («ἀφύας ἄρ' ἄξεις πριάμενος φαλητικάς ἢ [[κέραμον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγγείο]] κατασκευασμένο από οποιοδήποτε υλικό («[[κέραμος]] ἀργυροῡς», Πτολ.).<br /><b>5.</b> το [[σύνολο]] τών κεραμιδιών στέγης<br /><b>6.</b> η [[στέγη]]<br /><b>7.</b> [[εργαστήριο]] κατασκευής πήλινων αντικειμένων<br /><b>8.</b> [[δεσμωτήριο]], [[φυλακή]] («χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με το [[κεράννυμι]], [[κερά]]-<i>σαι</i> προσφέρεται φωνολογικά [[αλλά]] δεν ταιριάζει σημασιολογικά. Η [[σύνδεση]] με το λατ. <i>cremare</i>, αντιθέτως, προσφέρεται περισσότερο σημασιολογικά, παρουσιάζει όμως φωνολογικά προβλήματα. Έχει προταθεί και η [[σύνδεση]] με λιθουαν. <i>karštas</i> «πυρωμένος, [[καυτός]]», γοτθ. <i>hauri</i> «[[κάρβουνο]]», αρχ. άνω γερμ. <i>herd</i> «[[εστία]]», ίσως και αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ū</i><i>dayati</i> «καμένος», [[οπότε]] μπορεί να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i> (<i>ә</i>)- «[[καίω]], [[πυρώνω]], [[θερμαίνω]]». Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ [[προέλευση]] της λ..<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεραμέας]] (<i>εύς</i>), [[κεραμεικός]], [[κεράμειος]], [[κεραμεύω]], [[κεραμικός]], [[κεράμινος]], [[κεραμίς]], [[κεραμίτης]], [[κεραμίτις]], <i>κεραμώνι</i>, [[κεραμώνω]] (-<i>αμώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραμαίος]], [[κεραμεούς]], [[κεράμιος]], [[κεραμύλλιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κεράμεος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραμιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεραμένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεραμοπλαστικός]], [[κεραμοποιός]], [[κεραμοπώλης]], [[κεραμουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραμοπλάστης]], [[κεραμοπωλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραμοτήξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεραμογραφία]], [[κεραμοκάμινος]], [[κεραμοκρύσταλλο]], [[κεραμοποιείο]], [[κεραμοποιία]], <i>κεραμοτυπία</i>, [[κεραμουργείο]], [[κεραμουργία]], [[κεραμουργικός]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ρυπαροκέραμος]], [[ρυποκέραμος]], [[υποκέραμος]], [[ψιλοκέραμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροκέραμος]], [[ορθοκέραμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέρᾰμος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύλη κεραμέα, [[πηλός]] κεραμέα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[χώμα]], όπως·<br /><b class="num">1.</b> πήλινο [[αγγείο]], [[κανάτα]] για [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, κανάτες γεμάτες [[κρασί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κεραμίδι]] και με περιληπτική [[σημασία]], κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[ειρκτή]], [[φυλακή]], που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}