Anonymous

κέλυφος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κέλυφος]])<br /><b>1.</b> [[τσόφλι]]<br /><b>2.</b> όστρακο, [[καύκαλο]], [[καβούκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> τρισδιάστατη φέρουσα [[κατασκευή]] που αποτελείται από επιφάνειες απλής ή διπλής κύρτωσης<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> όρος που χρησιμοποιείται για το εξωτερικό και [[συνήθως]] σκληρό [[περίβλημα]] τών οστρακόδερμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[θήκη]]<br /><b>3.</b> (για ψάρια) η μεμβράνη που περιέχει τα αβγά<br /><b>4.</b> (για έντομα) η [[θήκη]] που περιέχει τη [[χρυσαλλίδα]]<br /><b>5.</b> το όστρακο τών μαλακοστράκων<br /><b>6.</b> η [[κοιλότητα]] του ματιού<br /><b>7.</b> (μτφ. με σκωπτική σημ.) οι γηρασμένοι δικαστές («ἀντωμοσιῶν [[κελύφη]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «γήινον [[κέλυφος]]» — το ανθρώπινο [[σώμα]] (<b>Συνέσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[καλύπτω]] (αν και το -<i>υ</i>- του ρ. [[είναι]] βραχύ), [[καθώς]] και με τα ουδ. [[νάκος]], [[σκῦτος]], [[δέρος]] «[[δέρμα]], [[προβιά]]»].
|mltxt=το (Α [[κέλυφος]])<br /><b>1.</b> [[τσόφλι]]<br /><b>2.</b> όστρακο, [[καύκαλο]], [[καβούκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> τρισδιάστατη φέρουσα [[κατασκευή]] που αποτελείται από επιφάνειες απλής ή διπλής κύρτωσης<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> όρος που χρησιμοποιείται για το εξωτερικό και [[συνήθως]] σκληρό [[περίβλημα]] τών οστρακόδερμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) [[φλοιός]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[θήκη]]<br /><b>3.</b> (για ψάρια) η μεμβράνη που περιέχει τα αβγά<br /><b>4.</b> (για έντομα) η [[θήκη]] που περιέχει τη [[χρυσαλλίδα]]<br /><b>5.</b> το όστρακο τών μαλακοστράκων<br /><b>6.</b> η [[κοιλότητα]] του ματιού<br /><b>7.</b> (μτφ. με σκωπτική σημ.) οι γηρασμένοι δικαστές («ἀντωμοσιῶν [[κελύφη]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «γήινον [[κέλυφος]]» — το ανθρώπινο [[σώμα]] (<b>Συνέσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[καλύπτω]] (αν και το -<i>υ</i>- του ρ. [[είναι]] βραχύ), [[καθώς]] και με τα ουδ. [[νάκος]], [[σκῦτος]], [[δέρος]] «[[δέρμα]], [[προβιά]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέλῡφος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[θήκη]], [[θηκάρι]], [[φλοιός]], [[περίβλημα]], σε Αριστ.· [[βαθούλωμα]] του ματιού, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για γηρασμένους δικαστές, ἀντωμοσιῶν [[κελύφη]], σε Αριστοφ.· λέγεται για τη [[βάρκα]] γέρου ανθρώπου, η οποία λειτουργεί σαν και το φέρετρό του, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}