Anonymous

κόβαλος: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόβαλος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατεώνας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού που μοιάζει με την [[κουκουβάγια]] («ἔστι δὲ [[κόβαλος]] καὶ [[μιμητής]]... [[καθάπερ]] γλαῦξ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κόβαλοι</i><br />κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι καὶ Μόθων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως που έφθασε στην Αττική μέσω κάποιας δωρικής διαλέκτου, πιθ. της Κορινθιακής. Το παρ. [[κοβαλεύω]] «[[μεταφέρω]]» [[καθώς]] και η μειωτική [[χροιά]] του όρου αποτελούν [[ένδειξη]] ότι η λ. διέθετε και κάποια σημ. όπως «[[βαστάζος]], [[χαμάλης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και τη μειωτική [[χροιά]] της σημ. τών λέξεων αυτών [[σήμερα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η σημ. του «μεταφορέα» προήλθε από τη [[μεταφορά]] λείας, κλοπιμαίων].
|mltxt=[[κόβαλος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]], [[απατεώνας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού που μοιάζει με την [[κουκουβάγια]] («ἔστι δὲ [[κόβαλος]] καὶ [[μιμητής]]... [[καθάπερ]] γλαῦξ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κόβαλοι</i><br />κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι καὶ Μόθων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως που έφθασε στην Αττική μέσω κάποιας δωρικής διαλέκτου, πιθ. της Κορινθιακής. Το παρ. [[κοβαλεύω]] «[[μεταφέρω]]» [[καθώς]] και η μειωτική [[χροιά]] του όρου αποτελούν [[ένδειξη]] ότι η λ. διέθετε και κάποια σημ. όπως «[[βαστάζος]], [[χαμάλης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και τη μειωτική [[χροιά]] της σημ. τών λέξεων αυτών [[σήμερα]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η σημ. του «μεταφορέα» προήλθε από τη [[μεταφορά]] λείας, κλοπιμαίων].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόβᾱλος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αναίσχυντος, [[κακούργος]], [[πανούργος]], σε Αριστοφ.· οι <i>Κόβαλοι</i> ήταν κάποια πλάσματα (καλικάντζαροι) τα οποία επικαλούνταν οι απατεώνες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. <i>κόβαλα</i>, πανούργα τεχνάσματα, απάτες, ζαβολιές, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}