Anonymous

κορωνός: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορωνός]], -ή, -όν (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> (για το [[οστό]] του σαγονιού) [[καμπύλος]], [[κυρτός]]<br /><b>2.</b> (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα<br /><b>3.</b> [[γαύρος]], [[υψαύχην]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει [[κάποιος]], να παίρνει [[στάση]] γεμάτη [[καμάρι]] <b>(Ανακρ.)</b>.
|mltxt=[[κορωνός]], -ή, -όν (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> (για το [[οστό]] του σαγονιού) [[καμπύλος]], [[κυρτός]]<br /><b>2.</b> (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα<br /><b>3.</b> [[γαύρος]], [[υψαύχην]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει [[κάποιος]], να παίρνει [[στάση]] γεμάτη [[καμάρι]] <b>(Ανακρ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορωνός:''' -ή, -όν, [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.
}}
}}