3,274,216
edits
(20) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ [[κινδυνεύω]] και μέσ. κινδυνεύομαι) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη [[κατάσταση]] (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν [[πρός]] τους πολεμίους», <b>Ξεν.</b><br />γ. «τά χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε απειλητική για μένα [[κατάσταση]], [[διατρέχω]] κίνδυνο (α. «το [[σπίτι]] κινδυνεύει να καεί από τη [[φωτιά]] στο [[δάσος]]» β. «ἐὰν δὲ [[ποτέ]] σοι συμβῇ κινδυνεύειν, ζήτει τήν ἐκ του πολέμου σωτηρίαν», Ισοκρ.<br />γ. «τοῡ χωρίου κινδυνεύοντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] πολύ πιθανό να μού συμβεί [[κάτι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] πολύ [[κοντά]] να..., [[κοντεύω]] να... (α. «κινδυνεύει να πεθάνει» β. «κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου» γ. «κινδυνεύσομεν τοῡ δικαίου ἕνεκ' αὐτῷ βοηθεῑν», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «καὶ τὸ πλοῑον ἐκινδύνευε τοῡ συντριβῆναι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταβάλλω]] μεγάλες προσπάθειες, [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[μοχθώ]] («ο [[πατέρας]] του κινδύνεψε για να τον σπουδάσει»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκθέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε κίνδυνο, [[διακινδυνεύω]] [[κάτι]] (α. «κινδυνεύει την [[καριέρα]] του με τον χαρακτήρα που έχει» β. «ἡ [[συκοφαντία]] κιντυνεύει περισσοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν κόσμον», Ντελλαπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απρόσ.) <i>κινδυνεύει</i><br />μπορεί, [[είναι]] πιθανό («καὶ [[πάλιν]], ὅτι μετέχει τοῡ ὄντος, [[εἶναι]] τε καὶ [[ὄντα]]. Κινδυνεύει.», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (παθ. συν. γ' εν.) <i>κινδυνεύεται</i><br />υπάρχει [[κίνδυνος]] («ἡ ἐναντία [[μεταβολή]] ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κινδυνεύσεις ἐπιδεῑξαι χρηστὸς [[εἶναι]]» — θα έχεις την [[ευκαιρία]] να δείξεις την [[αξία]] σου (<b>Ξεν.</b>). | |mltxt=και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ [[κινδυνεύω]] και μέσ. κινδυνεύομαι) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη [[κατάσταση]] (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν [[πρός]] τους πολεμίους», <b>Ξεν.</b><br />γ. «τά χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε απειλητική για μένα [[κατάσταση]], [[διατρέχω]] κίνδυνο (α. «το [[σπίτι]] κινδυνεύει να καεί από τη [[φωτιά]] στο [[δάσος]]» β. «ἐὰν δὲ [[ποτέ]] σοι συμβῇ κινδυνεύειν, ζήτει τήν ἐκ του πολέμου σωτηρίαν», Ισοκρ.<br />γ. «τοῡ χωρίου κινδυνεύοντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] πολύ πιθανό να μού συμβεί [[κάτι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] πολύ [[κοντά]] να..., [[κοντεύω]] να... (α. «κινδυνεύει να πεθάνει» β. «κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου» γ. «κινδυνεύσομεν τοῡ δικαίου ἕνεκ' αὐτῷ βοηθεῑν», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «καὶ τὸ πλοῑον ἐκινδύνευε τοῡ συντριβῆναι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταβάλλω]] μεγάλες προσπάθειες, [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]], [[μοχθώ]] («ο [[πατέρας]] του κινδύνεψε για να τον σπουδάσει»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκθέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε κίνδυνο, [[διακινδυνεύω]] [[κάτι]] (α. «κινδυνεύει την [[καριέρα]] του με τον χαρακτήρα που έχει» β. «ἡ [[συκοφαντία]] κιντυνεύει περισσοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν κόσμον», Ντελλαπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απρόσ.) <i>κινδυνεύει</i><br />μπορεί, [[είναι]] πιθανό («καὶ [[πάλιν]], ὅτι μετέχει τοῡ ὄντος, [[εἶναι]] τε καὶ [[ὄντα]]. Κινδυνεύει.», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (παθ. συν. γ' εν.) <i>κινδυνεύεται</i><br />υπάρχει [[κίνδυνος]] («ἡ ἐναντία [[μεταβολή]] ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κινδυνεύσεις ἐπιδεῑξαι χρηστὸς [[εἶναι]]» — θα έχεις την [[ευκαιρία]] να δείξεις την [[αξία]] σου (<b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> — Παθ., μέλ. <i>κινδυνευθήσομαι</i> ή <i>κεκινδυνεύσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[τολμηρός]], [[πραγματοποιώ]] [[εγχείρημα]], «[[παίρνω]] [[ρίσκο]]», κάνω [[κάτι]] θαραλλέο, τολμηρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι σε κίνδυνο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό για την [[αναφορά]] του οποίου, ο [[κίνδυνος]] εκφέρεται με δοτ.· <i>κ. τῷ σώματι</i>, <i>τῇ ψυχῇ</i>, σε Ηρόδ.· <i>κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι</i>, [[κινδυνεύω]] με όλη την [[Ελλάδα]], δηλ. βάζοντάς την ολόκληρη σε κίνδυνο, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>κ. περὶ τῆς ψυχῆς</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με σύστ. αντ., [[διακινδυνεύω]], [[ριψοκινδυνεύω]], [[κινδύνευμα]], σε Πλάτ.· <i>μάχην</i>, σε Αισχίν. — Παθ., διακινδυνεύομαι ή τίθεμαι σε κίνδυνο, <i>μεταβολὴ κινδυνεύεται</i>, υπάρχει [[κίνδυνος]] μεταβολής, σε Θουκ.· <i>τὰ μέγιστα κινδυνεύεται</i>, βρίσκονται σε κίνδυνο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[διατρέχω]] τον κίνδυνο του να κάνω ή να είμαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]], υπονοώντας [[δυνατότητα]] επιτυχίας, [[κινδυνεύω]] (με απαρ.), χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που είναι πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι γόητες [[εἶναι]], διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν θαυματοποιοί, σε Ηρόδ.· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς [[εἶναι]], θα έχεις την [[ευκαιρία]] να αποδείξεις την αξία [[σου]], σε Ξεν.· <i>κινδυνεύει ἀγαθὸν γεγονέναι</i>, είναι [[πολύ]] πιθανό να αποδειχθεί καλό, σε Πλάτ.· [[έπειτα]] απρόσ., <i>κινδυνεύει</i>, είναι πιθανό, ενδεχόμενο, δυνατό, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> Παθ., διακινδυνεύομαι, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Θουκ., Δημ. | |||
}} | }} |