Anonymous

κρουνοχυτρολήραιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρουνοχυτρολήραιος]], ὁ (Α)<br />αυτός που λέει πολλές ανοησίες, [[φαφλατάς]] («[[κρουνοχυτρολήραιος]] ει», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο επ' [[ευκαιρία]]», πλασμένο στη [[γλώσσα]] της κωμωδίας (<b>Αριστοφ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[κρουνός]] <span style="color: red;">+</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> [[λῆρος]] «[[ανόητος]], [[φαφλατάς]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αιος</i>].
|mltxt=[[κρουνοχυτρολήραιος]], ὁ (Α)<br />αυτός που λέει πολλές ανοησίες, [[φαφλατάς]] («[[κρουνοχυτρολήραιος]] ει», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο επ' [[ευκαιρία]]», πλασμένο στη [[γλώσσα]] της κωμωδίας (<b>Αριστοφ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[κρουνός]] <span style="color: red;">+</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> [[λῆρος]] «[[ανόητος]], [[φαφλατάς]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρουνοχυτρολήραιος:''' ὁ ([[κρουνός]], [[χύτρα]], [[ληρέω]]), αυτός που βγάζει από το [[στόμα]] ανούσιες φλυαρίες, σε Αριστοφ.
}}
}}