3,274,216
edits
(21) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κράτος]], Α ιων., επικ. και δωρ. τ. [[κάρτος]], αιολ. τ. [[κρέτος]])<br /><b>1.</b> [[δύναμη]] επιβολής, [[εξουσία]], [[ισχύς]] (α. «το [[κράτος]] του νόμου» β. «ὅτι τὸ [[κράτος]] τοῡ θεοῡ καὶ σοῡ, κύριε, τὸ [[ἔλεος]]», ΠΔ<br />γ. «τοῡ γὰρ [[κράτος]] ἔστ' ἐνὶ οἵκω», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «μέγα τὸ τῆς θαλάσσης [[κράτος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυβέρνηση]], [[διοίκηση]], [[πολιτική]] [[εξουσία]], οι αρχές (α. «η [[επιχείρηση]] περιήλθε στο [[κράτος]]» β. «ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[μορφή]] διακυβέρνησης μιας πολιτείας, η [[πολιτεία]], η [[επικράτεια]] («η Τουρκία [[είναι]] δικτατορικό [[κράτος]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[κράτος]]» — εντελώς, ολοσχερώς (α. «τους νικήσαμε [[κατά]] [[κράτος]]» β. «[[ὥστε]] κατὰ [[κράτος]] ἐλέγχεσθαι τὸν Πυθαγόραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαός]] εγκατεστημένος μόνιμα σε μια [[χώρα]] και οργανωμένος σε νομικό [[πρόσωπο]] το οποίο ασκεί πρωτογενή [[πολιτική]] [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υπό το [[κράτος]] κάποιου» — υπό την [[επήρεια]], υπό την [[επιβολή]] κάποιου («υπό το [[κράτος]] του φόβου»)<br />β) «το [[κράτος]] [[είμαι]] Εγώ» — λόγοι που αποδίδονται στον Λουδοβίκο ΙΔ' της Γαλλίας και οι οποίοι αποτελούν διεθνώς τη συμπυκνωμένη [[έκφραση]] του απολυταρχισμού<br />γ) «[[κράτος]] εν κράτει» — [[σύνολο]] που αποκτά ή επιδιώκει να αποκτήσει [[αυτονομία]] [[πέρα]] από τα καθορισμένα ή επιτρεπτά [[ὅρια]] [[μέσα]] σε ένα [[άλλο]] ευρύτερο [[σύνολο]] στο οποίο ανήκει<br /><b>μσν.</b><br />[[στήριγμα]], [[ενίσχυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σωματική [[δύναμη]], [[ρώμη]] («καὶ δ' ἔχει ἥβης [[ἄνθος]], ὅ τε [[κράτος]] ἐστὶ μέγιστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπεροχή]] («νίκην τ' ἐφ' ἡμῑν καὶ [[κράτος]] τῶν δρωμένων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύνδεσμος]] αρθρώσεως<br /><b>4.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του χεριού<br /><b>5.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού [[δέκα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κράτος]] ἑαυτοῡ» — [[αυτοκυριαρχία]]<br />β) «τὰ τῶν θρόνων κράτη» — η ύψιστη [[βασιλική]] [[εξουσία]]<br />γ) «[[κράτος]] αριστείας» — το έπαθλο της ανδρείας<br />δ) «[[κατά]] [[κράτος]]» και «πρὸς ἰσχύος [[κράτος]]» — διά της βίας<br />ε) «ἀνά [[κράτος]]» και «κατὰ [[κράτος]]» — με [[κάθε]] [[δύναμη]], με όλη τη [[δύναμη]] («τὰ δὲ [[φεύξομαι]] κατὰ [[κράτος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «τὸ πᾱν [[κράτος]] ἔχω» — [[είμαι]] [[πανίσχυρος]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κράτ</i>-<i>ος</i> σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά [[προς]] το επίθ. [[κρατύς]] «[[ισχυρός]]», το οποίο εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>krt</i>-) του ΙΕ τ. <i>kret</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρέτ</i>-<i>ος</i>, [[κρείσσων]])<br />τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>krt</i>-) εμφανίζει [[επίσης]], με διαφορετική [[δήλωση]] του -<i>r</i>-, και ο [[διαλεκτικός]] τ. [[κάρτος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρδία]]: [[κραδία]]). Η λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[κρατύς]]/[[κράτος]] συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kratu</i> «[[ισχύς]], [[νους]], [[θέληση]]», αβεστ. <i>xratu</i>- «[[νους]], [[θέληση]]», [[καθώς]] και με γερμ. <i>hart</i> «[[σκληρός]]», γοτθ. <i>hardus</i>. Ο τ. [[κράτος]] απαντά σε [[μεγάλη]] [[ομάδα]] ανθρωπωνυμίων με τις [[εξής]] μορφές: α) αυτούσιο το θ. <i>κρατ</i>- (π.χ. <i>Κράτ</i>-<i>ων</i>) και σε ορισμένα ον. με υποκορ. κατάλ. (π.χ. <i>Κρατ</i>-<i>ύλος</i>)<br />β) ως α' συνθετικό με τις μορφές <i>Κρατι</i>-/ <i>Καρτι</i>- (π.χ. <i>Κρατί</i>-<i>δημος</i>, <i>Καρτί</i>-<i>νικος</i>) —που σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά [[προς]] τα <i>Αλκί</i>- (<i>Αλκί</i>-<i>φρων</i>), <i>Καλλι</i>- (<i>Καλλί</i>-<i>μαχος</i>)— καί <i>Κραται</i>- (π.χ. <i>Κραται</i>-<i>μένης</i>)<br />και γ) συχνότατα ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>κράτης</i> (<i>π</i>.χ. <i>Ιπποκράτης</i>, <i>Ισο</i>-<i>κράτης</i>, <i>Πολυ</i>-<i>κράτης</i>, [[Σωκράτης]]). Η [[μορφή]] <i>κραται</i>- απαντά ως α' συνθετικό και σε άλλα ον. (π.χ. <i>κραται</i>-[[βάτης]]) και σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα [[πάλαι]]-, <i>χαμαι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παλαί</i>-<i>μαχος</i>, <i>χαμαι</i>-[[λέων]]). Ως β' συνθετικό, [[τέλος]], η λ. [[κράτος]] απαντά με τη [[μορφή]] -<i>κρατής</i> και -<i>κράτης</i>. Η αρχική σημ. της λ. «σωματική [[δύναμη]]», ξεκινώντας από τη σημ. «[[σκληρότητα]]» που έχει η ΙΕ [[ρίζα]], εξελίσσεται στη σημ. της υπεροχής και επικράτησης και στη [[συνέχεια]] σ' αυτήν της εξουσίας και διακυβέρνησης.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κραταιός]], [[κρατερός]], [[κρατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρατεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρατίδιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κρατάρχης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραταιβάτης]], [[κραταίβιος]], [[κραταίβολος]], [[κραταιγύαλος]], [[κραταίλεως]], [[κραταιπαγής]], [[κραταίπεδος]], [[κραταίπιλος]], [[κραταίπους]], [[κραταίρινος]]. (Β' συνθετικό) α) -κράτης: [[αριστοκράτης]], [[δημοκράτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μενεκράτης]], [[ναυκράτης]], [[ταυροκράτης]], <i>τιμοκρά</i>-<i>της</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποικιοκράτης]], [[γραφειοκράτης]], [[θεοκράτης]], [[ιδεοκράτης]], [[κεφαλαιοκράτης]], [[λαοκράτης]], <i>μηχανοκράτης</i>, [[νεροκράτης]], [[πλουτοκράτης]], [[σοσιαλδημοκράτης]], [[στρατοκράτης]], [[τεχνοκράτης]], [[τρομοκράτης]], [[φαλλοκράτης]], <i>φανλοκράτης</i>, [[φυσιοκράτης]], <i>χριστιανοδημοκράτης</i><br />β) -κρατής: [[ακρατής]], [[εγκρατής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυτοκρατής]], [[δικρατής]], [[δυσκρατής]], [[επικρατής]], [[θηλυκρατής]], [[ισοκρατής]], [[μεγαλοκρατής]], [[ναυκρατής]], [[παγκρατής]], [[περικρατής]], [[πολυκρατής]], [[υπερακρατής]], [[ωμοκρατής]]]. | |mltxt=το (AM [[κράτος]], Α ιων., επικ. και δωρ. τ. [[κάρτος]], αιολ. τ. [[κρέτος]])<br /><b>1.</b> [[δύναμη]] επιβολής, [[εξουσία]], [[ισχύς]] (α. «το [[κράτος]] του νόμου» β. «ὅτι τὸ [[κράτος]] τοῡ θεοῡ καὶ σοῡ, κύριε, τὸ [[ἔλεος]]», ΠΔ<br />γ. «τοῡ γὰρ [[κράτος]] ἔστ' ἐνὶ οἵκω», <b>Ομ. Οδ.</b><br />δ. «μέγα τὸ τῆς θαλάσσης [[κράτος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυβέρνηση]], [[διοίκηση]], [[πολιτική]] [[εξουσία]], οι αρχές (α. «η [[επιχείρηση]] περιήλθε στο [[κράτος]]» β. «ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[μορφή]] διακυβέρνησης μιας πολιτείας, η [[πολιτεία]], η [[επικράτεια]] («η Τουρκία [[είναι]] δικτατορικό [[κράτος]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[κράτος]]» — εντελώς, ολοσχερώς (α. «τους νικήσαμε [[κατά]] [[κράτος]]» β. «[[ὥστε]] κατὰ [[κράτος]] ἐλέγχεσθαι τὸν Πυθαγόραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαός]] εγκατεστημένος μόνιμα σε μια [[χώρα]] και οργανωμένος σε νομικό [[πρόσωπο]] το οποίο ασκεί πρωτογενή [[πολιτική]] [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υπό το [[κράτος]] κάποιου» — υπό την [[επήρεια]], υπό την [[επιβολή]] κάποιου («υπό το [[κράτος]] του φόβου»)<br />β) «το [[κράτος]] [[είμαι]] Εγώ» — λόγοι που αποδίδονται στον Λουδοβίκο ΙΔ' της Γαλλίας και οι οποίοι αποτελούν διεθνώς τη συμπυκνωμένη [[έκφραση]] του απολυταρχισμού<br />γ) «[[κράτος]] εν κράτει» — [[σύνολο]] που αποκτά ή επιδιώκει να αποκτήσει [[αυτονομία]] [[πέρα]] από τα καθορισμένα ή επιτρεπτά [[ὅρια]] [[μέσα]] σε ένα [[άλλο]] ευρύτερο [[σύνολο]] στο οποίο ανήκει<br /><b>μσν.</b><br />[[στήριγμα]], [[ενίσχυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σωματική [[δύναμη]], [[ρώμη]] («καὶ δ' ἔχει ἥβης [[ἄνθος]], ὅ τε [[κράτος]] ἐστὶ μέγιστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπεροχή]] («νίκην τ' ἐφ' ἡμῑν καὶ [[κράτος]] τῶν δρωμένων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύνδεσμος]] αρθρώσεως<br /><b>4.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του χεριού<br /><b>5.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού [[δέκα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κράτος]] ἑαυτοῡ» — [[αυτοκυριαρχία]]<br />β) «τὰ τῶν θρόνων κράτη» — η ύψιστη [[βασιλική]] [[εξουσία]]<br />γ) «[[κράτος]] αριστείας» — το έπαθλο της ανδρείας<br />δ) «[[κατά]] [[κράτος]]» και «πρὸς ἰσχύος [[κράτος]]» — διά της βίας<br />ε) «ἀνά [[κράτος]]» και «κατὰ [[κράτος]]» — με [[κάθε]] [[δύναμη]], με όλη τη [[δύναμη]] («τὰ δὲ [[φεύξομαι]] κατὰ [[κράτος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «τὸ πᾱν [[κράτος]] ἔχω» — [[είμαι]] [[πανίσχυρος]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κράτ</i>-<i>ος</i> σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά [[προς]] το επίθ. [[κρατύς]] «[[ισχυρός]]», το οποίο εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>krt</i>-) του ΙΕ τ. <i>kret</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρέτ</i>-<i>ος</i>, [[κρείσσων]])<br />τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>krt</i>-) εμφανίζει [[επίσης]], με διαφορετική [[δήλωση]] του -<i>r</i>-, και ο [[διαλεκτικός]] τ. [[κάρτος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[καρδία]]: [[κραδία]]). Η λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[κρατύς]]/[[κράτος]] συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kratu</i> «[[ισχύς]], [[νους]], [[θέληση]]», αβεστ. <i>xratu</i>- «[[νους]], [[θέληση]]», [[καθώς]] και με γερμ. <i>hart</i> «[[σκληρός]]», γοτθ. <i>hardus</i>. Ο τ. [[κράτος]] απαντά σε [[μεγάλη]] [[ομάδα]] ανθρωπωνυμίων με τις [[εξής]] μορφές: α) αυτούσιο το θ. <i>κρατ</i>- (π.χ. <i>Κράτ</i>-<i>ων</i>) και σε ορισμένα ον. με υποκορ. κατάλ. (π.χ. <i>Κρατ</i>-<i>ύλος</i>)<br />β) ως α' συνθετικό με τις μορφές <i>Κρατι</i>-/ <i>Καρτι</i>- (π.χ. <i>Κρατί</i>-<i>δημος</i>, <i>Καρτί</i>-<i>νικος</i>) —που σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά [[προς]] τα <i>Αλκί</i>- (<i>Αλκί</i>-<i>φρων</i>), <i>Καλλι</i>- (<i>Καλλί</i>-<i>μαχος</i>)— καί <i>Κραται</i>- (π.χ. <i>Κραται</i>-<i>μένης</i>)<br />και γ) συχνότατα ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>κράτης</i> (<i>π</i>.χ. <i>Ιπποκράτης</i>, <i>Ισο</i>-<i>κράτης</i>, <i>Πολυ</i>-<i>κράτης</i>, [[Σωκράτης]]). Η [[μορφή]] <i>κραται</i>- απαντά ως α' συνθετικό και σε άλλα ον. (π.χ. <i>κραται</i>-[[βάτης]]) και σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα [[πάλαι]]-, <i>χαμαι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παλαί</i>-<i>μαχος</i>, <i>χαμαι</i>-[[λέων]]). Ως β' συνθετικό, [[τέλος]], η λ. [[κράτος]] απαντά με τη [[μορφή]] -<i>κρατής</i> και -<i>κράτης</i>. Η αρχική σημ. της λ. «σωματική [[δύναμη]]», ξεκινώντας από τη σημ. «[[σκληρότητα]]» που έχει η ΙΕ [[ρίζα]], εξελίσσεται στη σημ. της υπεροχής και επικράτησης και στη [[συνέχεια]] σ' αυτήν της εξουσίας και διακυβέρνησης.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κραταιός]], [[κρατερός]], [[κρατώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρατεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρατίδιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κρατάρχης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κραταιβάτης]], [[κραταίβιος]], [[κραταίβολος]], [[κραταιγύαλος]], [[κραταίλεως]], [[κραταιπαγής]], [[κραταίπεδος]], [[κραταίπιλος]], [[κραταίπους]], [[κραταίρινος]]. (Β' συνθετικό) α) -κράτης: [[αριστοκράτης]], [[δημοκράτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μενεκράτης]], [[ναυκράτης]], [[ταυροκράτης]], <i>τιμοκρά</i>-<i>της</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποικιοκράτης]], [[γραφειοκράτης]], [[θεοκράτης]], [[ιδεοκράτης]], [[κεφαλαιοκράτης]], [[λαοκράτης]], <i>μηχανοκράτης</i>, [[νεροκράτης]], [[πλουτοκράτης]], [[σοσιαλδημοκράτης]], [[στρατοκράτης]], [[τεχνοκράτης]], [[τρομοκράτης]], [[φαλλοκράτης]], <i>φανλοκράτης</i>, [[φυσιοκράτης]], <i>χριστιανοδημοκράτης</i><br />β) -κρατής: [[ακρατής]], [[εγκρατής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυτοκρατής]], [[δικρατής]], [[δυσκρατής]], [[επικρατής]], [[θηλυκρατής]], [[ισοκρατής]], [[μεγαλοκρατής]], [[ναυκρατής]], [[παγκρατής]], [[περικρατής]], [[πολυκρατής]], [[υπερακρατής]], [[ωμοκρατής]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κράτος:''' [ᾰ], Ιων. και Επικ. [[κάρτος]], -εος, τό·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]], σε Όμηρ., Αττ.· κατὰ [[κράτος]], με όλη τη [[δύναμη]] ή ισχύ κάποιου, πάση δυνάμει, με [[κάθε]] [[δύναμη]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> προσωποπ., Ισχύς, Δύναμη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Όμηρ.· [[διακυβέρνηση]], [[εξουσία]], [[αρχή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αρχή]] πάνω σε κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., <i>ἀστραπᾶν κράτη νέμων</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αρχή]], [[αρχή]] εξουσίας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπεροχή]], υπέρτερη [[δύναμη]], [[κυριαρχία]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>κρ.ἀριστείας</i>, το έπαθλο της μέγιστης ανδρείας, σε Σοφ. | |||
}} | }} |