Anonymous

λιθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (AM [[λιθοφόρος]] -ον)<br />αυτός που μεταφέρει πέτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λιθοφόρος]]<br />α) ιερατικό [[αξίωμα]]<br />β) η πολιορκητική [[μηχανή]] [[λιθοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (AM [[λιθοφόρος]] -ον)<br />αυτός που μεταφέρει πέτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λιθοφόρος]]<br />α) ιερατικό [[αξίωμα]]<br />β) η πολιορκητική [[μηχανή]] [[λιθοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = [[λιθοβόλος]], σε Πολύβ.
}}
}}