3,274,681
edits
(22) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[λάμπω]])<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[φέγγω]] (α. «ο [[ήλιος]] λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν [[μετά]] το [[γυάλισμα]]» γ. «[[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε [[στεροπή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «[[λύχνος]] τῷ πυρὶ λαμπόμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για το [[πρόσωπο]], για την όψη) έχω ζωηρή ή ωραία [[έκφραση]] (α. «έλαμψαν τα μάτια του από τη [[χαρά]]» β. «φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαπρέπω]] σε [[κάτι]] διακρίνομαι, δοξάζομαι, φημίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αστράφτω]] από [[καθαριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>ειρων.</b> «έλαμψε διά της απουσίας του» — έγινε αισθητή η [[απουσία]] του<br />β. «έλαμψε η [[αλήθεια]]» — αποδείχθηκε η [[αλήθεια]], αποκαλύφθηκε η [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «λάμπει [[καιρός]]» — παρουσιάζεται κάποια [[ευκαιρία]]<br />(μσν. -αρχ.) [[κάνω]] [[κάτι]] να λάμπει, [[φωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ήχο) [[είμαι]] [[ευκρινής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λάμπω]] [[καθώς]] και τα παράγωγά του εμφανίζουν στο [[θέμα]] τους έρρινο [[στοιχείο]] (-<i>ν</i> / <i>μ</i>-): [[λάμπω]], θ. <i>λαμπ</i> <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>la</i>[[i]]<i>p</i>- «[[λάμπω]], [[καίω]]» — οι λ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] και με τις οποίες συνδέεται η λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[λάμπω]] δεν εμφανίζουν έρρινο [[στοιχείο]] (<b>[[πρβλ]].</b> χεττιτικό <i>lap</i>-<i>zi</i> «[[καίω]], [[λάμπω]]», <i>lap</i>-<i>nu</i>-<i>zi</i> «[[κάνω]] [[κάτι]] να καεί», λιθουαν. <i>lope</i> «φως», λεττον. <i>l</i><i>ā</i><i>pa</i> «[[δαυλός]], [[λαμπάδα]]»). Θέμα <i>λαμπ</i>-εμφανίζουν αρκετά ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λάμπυρις</i>, <i>Λάμπων</i>, <i>Λάμπιτος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαμπάδα]](-<i>άς</i>), [[λαμπερός]], [[λαμπηδόνα]], [[λαμπρός]], [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπέτης]], [[λάμπη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπή]], [[λάμπημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λάμπος]], [[λάμψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>λαμπακτίς</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαμποκόπι]], [[λαμποκοπώ]]. (Β' συνθετικό) [[αναλάμπω]], [[διαλάμπω]], [[διεκλάμπω]], [[εκλάμπω]], [[επιλάμπω]], [[καταλάμπω]], [[υπολάμπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιλάμπω]], [[απολάμπω]], [[εισλάμπω]], [[ελλάμπω]], [[παραλάμπω]], [[περιλάμπω]], [[προεκλάμπω]], [[προκαταλάμπω]], [[προλάμπω]], [[προσλάμπω]], [[συναναλάμπω]], [[συναπολάμπω]], [[συνεκλάμπω]], [[συνεπιλάμπω]], [[υπερεκλάμπω]], [[υπερλάμπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρεμολάμπω]], [[χρυσολάμπω]]]. | |mltxt=(AM [[λάμπω]])<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[φέγγω]] (α. «ο [[ήλιος]] λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν [[μετά]] το [[γυάλισμα]]» γ. «[[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε [[στεροπή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «[[λύχνος]] τῷ πυρὶ λαμπόμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για το [[πρόσωπο]], για την όψη) έχω ζωηρή ή ωραία [[έκφραση]] (α. «έλαμψαν τα μάτια του από τη [[χαρά]]» β. «φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαπρέπω]] σε [[κάτι]] διακρίνομαι, δοξάζομαι, φημίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αστράφτω]] από [[καθαριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>ειρων.</b> «έλαμψε διά της απουσίας του» — έγινε αισθητή η [[απουσία]] του<br />β. «έλαμψε η [[αλήθεια]]» — αποδείχθηκε η [[αλήθεια]], αποκαλύφθηκε η [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι<br /><b>2.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «λάμπει [[καιρός]]» — παρουσιάζεται κάποια [[ευκαιρία]]<br />(μσν. -αρχ.) [[κάνω]] [[κάτι]] να λάμπει, [[φωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ήχο) [[είμαι]] [[ευκρινής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λάμπω]] [[καθώς]] και τα παράγωγά του εμφανίζουν στο [[θέμα]] τους έρρινο [[στοιχείο]] (-<i>ν</i> / <i>μ</i>-): [[λάμπω]], θ. <i>λαμπ</i> <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>la</i>[[i]]<i>p</i>- «[[λάμπω]], [[καίω]]» — οι λ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] και με τις οποίες συνδέεται η λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[λάμπω]] δεν εμφανίζουν έρρινο [[στοιχείο]] (<b>[[πρβλ]].</b> χεττιτικό <i>lap</i>-<i>zi</i> «[[καίω]], [[λάμπω]]», <i>lap</i>-<i>nu</i>-<i>zi</i> «[[κάνω]] [[κάτι]] να καεί», λιθουαν. <i>lope</i> «φως», λεττον. <i>l</i><i>ā</i><i>pa</i> «[[δαυλός]], [[λαμπάδα]]»). Θέμα <i>λαμπ</i>-εμφανίζουν αρκετά ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λάμπυρις</i>, <i>Λάμπων</i>, <i>Λάμπιτος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαμπάδα]](-<i>άς</i>), [[λαμπερός]], [[λαμπηδόνα]], [[λαμπρός]], [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπέτης]], [[λάμπη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαμπή]], [[λάμπημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λάμπος]], [[λάμψιμο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>λαμπακτίς</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαμποκόπι]], [[λαμποκοπώ]]. (Β' συνθετικό) [[αναλάμπω]], [[διαλάμπω]], [[διεκλάμπω]], [[εκλάμπω]], [[επιλάμπω]], [[καταλάμπω]], [[υπολάμπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιλάμπω]], [[απολάμπω]], [[εισλάμπω]], [[ελλάμπω]], [[παραλάμπω]], [[περιλάμπω]], [[προεκλάμπω]], [[προκαταλάμπω]], [[προλάμπω]], [[προσλάμπω]], [[συναναλάμπω]], [[συναπολάμπω]], [[συνεκλάμπω]], [[συνεπιλάμπω]], [[υπερεκλάμπω]], [[υπερλάμπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρεμολάμπω]], [[χρυσολάμπω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. <i>ἔλαμψα</i>, παρακ. <i>λέλαμπα</i> (με [[σημασία]] ενεστ.) — Μέσ., μέλ. [[λάμψομαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] φως, [[ακτινοβολώ]], είμαι [[λαμπρός]], είμαι [[φωτεινός]], λέγεται για τη [[λάμψη]] των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα μάτια, στο ίδ.· λέγεται για τη [[φωτιά]], σε Σοφ. — Μέσ. ή Παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον ήχο, είμαι [[ευκρινής]], ηχώ [[καθαρά]], ξεκάθαρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[εκλάμπω]], είμαι [[περίφημος]] ή [[επιφανής]], σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, <i>φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ</i>, με λαμπρό [[πρόσωπο]], σε Αριστοφ.· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[φωτίζω]], κάνω [[κάτι]] να λάμπει, σε Ευρ., Ανθ. | |||
}} | }} |