Anonymous

λύπη: Difference between revisions

From LSJ
321 bytes added ,  31 December 2018
5
(23)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λύπη]])<br /><b>1.</b> το δυσάρεστο [[συναίσθημα]] που προέρχεται από [[ψυχικό]] πόνο, η [[θλίψη]], η [[στενοχώρια]], η [[πικρία]], σε [[αντιδιαστολή]] με τη [[χαρά]] (α. «με [[λύπη]] εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», <b>Σολωμ.</b><br />β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[πένθος]] (α. «δεν ήλθαν στον γάμο, [[γιατί]] έχουν [[λύπη]]» β. «παῡσαι δὲ λύπης τῶν τεθνηκότων ὕπερ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>2.</b> [[παράπονο]], [[καημός]]<br /><b>3.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>4.</b> [[συμπόνια]], [[οίκτος]], ευσπλαχνία («δεν ένιωσε [[καμιά]] [[λύπη]] για την [[καταστροφή]] τους»)<br /><b>4.</b> [[στενοχώρια]] για κάποιο άτοπο [[συμβάν]] («η [[κυβέρνηση]] εξέφρασε τη [[λύπη]] και την αγανάκτησή της για τη [[δολοφονία]] του βουλευτή»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] [[λύπη]]» ή «[[λαμβάνω]] λύπην» — [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι, προσβάλλομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τὸ [[ποτάμι]] τῆς λύπης» — ο [[ποταμός]] που, [[κατά]] την παλαιά λαϊκή [[δοξασία]], κυλά στον [[κάτω]] κόσμο<br />β) «ἄγω λύπην» ή «[[φέρνω]] λύπην» — [[πενθώ]]<br />γ) «ἔχω λύπην ([[πρός]] τινα»)<br />i) [[κρατώ]] [[κακία]]<br />ii) [[συμπονώ]], [[δείχνω]] [[ανθρωπιά]]<br />δ) «[[κάμνω]] λύπην» ή «ποιῶ λύπην» — [[θρηνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυσάρεστο [[συναίσθημα]] που προέρχεται από σωματικό πόνο, σε [[αντιδιαστολή]] με την ηδονὴ («ἐν τῷ κοινῷ μοι γένει ἅμα φαίνεσθον [[λύπη]] τε καὶ ἡδονὴ [[γίγνεσθαι]] κατὰ φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυσχερής]] [[κατάσταση]], δυσάρεστη [[θέση]], [[δυστυχία]], [[δυσπραγία]] («Ἀργεῑοι [[ἦσαν]] οἱ ἐπικαλεσάμενοι τὸν Πέρσην... πᾱν δὴ βουλόμενοί σφι [[εἶναι]] πρὸ τῆς παρεούσης λύπης», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lup</i>- της ΙΕ ρ. <i>leup</i>- «[[κομματιάζω]], [[συνθλίβω]], [[ξεφλουδίζω]]» και συνδέεται με τους βαλτικούς και σλαβικούς τ.: λιθουαν. <i>lupti</i> «[[ξεφλουδίζω]], [[γδέρνω]]», λεττον. <i>lupt</i> «[[εξαλείφω]], [[αφαιρώ]]», ρωσ. <i>lupiti</i> «[[ξεφλουδίζω]]». Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει [[ασθένεια]], [[αδυναμία]] ή την κακή [[ποιότητα]] του εδάφους<br />αργότερα της έδωσαν τη συγκεκριμένη [[σημασία]] της, [[πέρα]] από τις μεταφορικές χρήσεις που έλαβε στη [[συνέχεια]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leu</i>-<i>p</i>-, που μπορεί να [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] της <i>leu</i>-, όπως και η <i>leu</i>-<i>g</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευγαλέος]], <i>l</i><i>ū</i><i>geo</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυπηρός]], [[λυπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυπητήριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυπρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυπίζω]], [[λυπικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λυποτόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυπαλγής]], [[λυπόματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυπομανής]]. (Β' συνθετικό) [[άλυπος]], [[βαρύλυπος]], [[παυσίλυπος]], [[περίλυπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλυπος]], [[επίλυπος]], [[μικρόλυπος]], [[πολύλυπος]], [[τρισάλυπος]], [[φιλάλυπος]], [[φιλόλυπος]] <b>νεοελλ.</b> [[αλεξίλυπος]]].
|mltxt=η (AM [[λύπη]])<br /><b>1.</b> το δυσάρεστο [[συναίσθημα]] που προέρχεται από [[ψυχικό]] πόνο, η [[θλίψη]], η [[στενοχώρια]], η [[πικρία]], σε [[αντιδιαστολή]] με τη [[χαρά]] (α. «με [[λύπη]] εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», <b>Σολωμ.</b><br />β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[πένθος]] (α. «δεν ήλθαν στον γάμο, [[γιατί]] έχουν [[λύπη]]» β. «παῡσαι δὲ λύπης τῶν τεθνηκότων ὕπερ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>2.</b> [[παράπονο]], [[καημός]]<br /><b>3.</b> [[βάσανο]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>4.</b> [[συμπόνια]], [[οίκτος]], ευσπλαχνία («δεν ένιωσε [[καμιά]] [[λύπη]] για την [[καταστροφή]] τους»)<br /><b>4.</b> [[στενοχώρια]] για κάποιο άτοπο [[συμβάν]] («η [[κυβέρνηση]] εξέφρασε τη [[λύπη]] και την αγανάκτησή της για τη [[δολοφονία]] του βουλευτή»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] [[λύπη]]» ή «[[λαμβάνω]] λύπην» — [[λυπάμαι]], στενοχωριέμαι, προσβάλλομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τὸ [[ποτάμι]] τῆς λύπης» — ο [[ποταμός]] που, [[κατά]] την παλαιά λαϊκή [[δοξασία]], κυλά στον [[κάτω]] κόσμο<br />β) «ἄγω λύπην» ή «[[φέρνω]] λύπην» — [[πενθώ]]<br />γ) «ἔχω λύπην ([[πρός]] τινα»)<br />i) [[κρατώ]] [[κακία]]<br />ii) [[συμπονώ]], [[δείχνω]] [[ανθρωπιά]]<br />δ) «[[κάμνω]] λύπην» ή «ποιῶ λύπην» — [[θρηνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυσάρεστο [[συναίσθημα]] που προέρχεται από σωματικό πόνο, σε [[αντιδιαστολή]] με την ηδονὴ («ἐν τῷ κοινῷ μοι γένει ἅμα φαίνεσθον [[λύπη]] τε καὶ ἡδονὴ [[γίγνεσθαι]] κατὰ φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυσχερής]] [[κατάσταση]], δυσάρεστη [[θέση]], [[δυστυχία]], [[δυσπραγία]] («Ἀργεῑοι [[ἦσαν]] οἱ ἐπικαλεσάμενοι τὸν Πέρσην... πᾱν δὴ βουλόμενοί σφι [[εἶναι]] πρὸ τῆς παρεούσης λύπης», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lup</i>- της ΙΕ ρ. <i>leup</i>- «[[κομματιάζω]], [[συνθλίβω]], [[ξεφλουδίζω]]» και συνδέεται με τους βαλτικούς και σλαβικούς τ.: λιθουαν. <i>lupti</i> «[[ξεφλουδίζω]], [[γδέρνω]]», λεττον. <i>lupt</i> «[[εξαλείφω]], [[αφαιρώ]]», ρωσ. <i>lupiti</i> «[[ξεφλουδίζω]]». Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει [[ασθένεια]], [[αδυναμία]] ή την κακή [[ποιότητα]] του εδάφους<br />αργότερα της έδωσαν τη συγκεκριμένη [[σημασία]] της, [[πέρα]] από τις μεταφορικές χρήσεις που έλαβε στη [[συνέχεια]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leu</i>-<i>p</i>-, που μπορεί να [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] της <i>leu</i>-, όπως και η <i>leu</i>-<i>g</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευγαλέος]], <i>l</i><i>ū</i><i>geo</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυπηρός]], [[λυπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λυπητήριος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυπρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυπίζω]], [[λυπικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λυποτόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυπαλγής]], [[λυπόματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυπομανής]]. (Β' συνθετικό) [[άλυπος]], [[βαρύλυπος]], [[παυσίλυπος]], [[περίλυπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλυπος]], [[επίλυπος]], [[μικρόλυπος]], [[πολύλυπος]], [[τρισάλυπος]], [[φιλάλυπος]], [[φιλόλυπος]] <b>νεοελλ.</b> [[αλεξίλυπος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λύπη:''' [ῡ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], Λατ. [[dolor]], σε Πλάτ.· [[δυστυχία]], κακή [[κατάσταση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πόνος]] ψυχής, μύχια [[λύπη]], στον ίδ., Αττ.
}}
}}